Για να περάσουμε στο εργαστήρι της συγγραφέως, αντιγράφω από το βιβλίο:

«Ηταν οι τελευταίες εβδομάδες του χειμώνα. Πάνω από το κεφάλι της οι καπνοδόχοι ξεδίπλωναν μαύρα κύματα, που πήγαιναν να ενωθούν με τα σύννεφα. Στην ακροποταμιά το νερό γυάλιζε σαν πλάτη φάλαινας. Στα κτήρια της όχθης οι σκιές της φλόγας έπαιζαν κάθε βράδυ ταινίες με τέρατα. Το αληθινό ποτάμι ήταν η νύχτα. Μαύρη και ζωώδης, χωρίς τις φωτεινές επιγραφές που ρουφούσαν τη δύναμή της παλιά». Φαίνεται εδώ η συγγραφική προσπάθεια για οικονομία, εύστοχες παρομοιώσεις και μεταφορές. Τι ήθελες να κατακτήσεις προσωπικά σε επίπεδο αφηγηματικού στυλ;

Ηθελα τις λέξεις που ζητάει το κείμενο για να τραφεί, ούτε μία παραπάνω. Ενα κείμενο γυαλιστερό και σκοτεινό σαν πλάτη φάλαινας, για να συνεχίσω τη μεταφορά. Στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα οι λέξεις κάνουν άλλη δουλειά, επειδή είναι ένα βιβλίο για τη μητρότητα και κάθε λέξη γεννάει συνεχώς δέκα άλλες. Ενα βιβλίο έρχεται με τις απαιτήσεις του. Με το ύφος και τις λέξεις του.

Με ποιους και ποιες ξένους και ξένες συγγραφείς θα ήθελες να οργανώσεις μια συζήτηση στρογγυλής τράπεζας για το φύλο στη λογοτεχνία;

Με το βαρύ πυροβολικό: Τζούντιθ Μπάτλερ, Βιρζινί Ντεπάντ, Ντέμπορα Λέβι, Ρέιτσελ Κασκ, Κολμ Τόιμπιν, Εβαρίστο, και τη Ρεμπέκα Σόλνιτ βέβαια, στην οποία οφείλουμε τον νεολογισμό «mansplaining». Με τις γυναίκες που έφεραν νέο αέρα στη συζήτηση – Αμια Σρινιβάσαν, Κιμ Χιε – Τζιν, Κοστάνς Ντεμπρέ, Βιολέν Ουισμάν, Κάρολιν Εμκε, Ρούμενα Μπουζάροφσκα. Και με τις τρομερές ισπανόφωνες – Σαμάντα Σβέμπλιν, Αριάνα Χάρουιτς, Σάρα Μέσα, Αντρέα Αμπρέου.

Για τις αναφορές του βιβλίου επισημάνθηκαν μέχρι σήμερα ο Κάφκα και ο «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ, προφανώς η Ντε Μποβουάρ. Υπάρχει, παράλληλα, και μια αίσθηση ρομαντισμού με τα νερά του κατακλυσμού, τα νούφαρα και τα όνειρα. Πώς λειτουργούν οι αναφορές και τα «δάνεια» από τη μεγάλη παράδοση της λογοτεχνίας για σένα; Πώς κάνουμε δικό μας το παρελθόν;

Ενσωματώνοντας τις φωνές των προγόνων, τα μυθικά κείμενα πάνω στα οποία ρίχνουμε τις σκαλωσιές μας. Ο Χάρολντ Μπλουμ στην «Αγωνία της επίδρασης», έχει ξαναγράψει την ιστορία της ψυχανάλυσης με λογοτεχνικούς όρους: πρώτα λατρεύεις τους γονείς, τους κουβαλάς μέσα σου, τους μασάς, τους φτύνεις σαν το κόκαλο του ψαριού, αλλά είναι το μυθικό ψάρι του παραμυθιού, είχε μέσα του ολόκληρο θησαυρό. Υπάρχει διαρκής συνομιλία, για να μην πω παραμιλητό. Γράφουμε με την παράλογη φιλοδοξία να μας διαβάσουν οι γονείς – συγγραφείς που έχουν πεθάνει.