Το βλέπω στα τρέιλερ των σίριαλ της νέας σεζόν. Το παρατηρώ στις αναρτήσεις στα social media. Το ακούω στις συζητήσεις με φίλους. Οι ιστορίες μυθοπλασίας που θα αρχίσουν, από το φθινόπωρο, να προβάλλονται στην τηλεόραση, αναφέρονται, στη συντριπτική τους πλειονότητα, στο παρελθόν, κι ας εκτοξεύει αυτό το κόστος μιας παραγωγής.
Τα ποστ με παλιές φωτογραφίες που αναπαράγουν την εικόνα μιας άλλης Ελλάδας, «τότε που όλα ήταν πιο απλά και πιο ανθρώπινα», συγκεντρώνουν πολλά likes και τους γίνονται πολλές αναπαραγωγές. Ενώ ακόμη και οι πολύ νεότεροι φίλοι ενθουσιάζονται με «ιστορίες από την κρύπτη των αναμνήσεών μας».
Εντάξει, είναι φυσικό να ασκεί γοητεία το παρελθόν στο παρόν. Κυρίως, μέσω του εξωραϊσμού καθώς, όπως έχει γράψει ο αμερικανός αρθρογράφος Doug Larson, η νοσταλγία είναι μία λίμα που αφαιρεί τις κοφτερές άκρες από τις παλιές μέρες. Τα λέγαμε και προχθές ότι αυτό που, πραγματικά, νοσταλγούμε δεν είναι την εποχή αλλά τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτή.
Το συνειδητοποιούμε αν επισκεφτούμε ένα σπίτι ή μία περιοχή που ήταν συνδεδεμένη με την παιδική μας ηλικία, την πιο ουσιαστική «πατρίδα» μας. Στο παιδί που υπήρξαμε επιστρέφουμε, όχι στον τόπο. Στα χρόνια που υπήρχε κάποιος πλάι μας, κάποιος να μας προσέχει.
Ωραία όλα αυτά αλλά γιατί τώρα περισσότερο από άλλοτε; Δεν συνέβαινε αυτό παλαιότερα. Τη δεκαετία του 1960, ακόμη και μέχρι τις αρχές των seventies, ο κόσμος κοιτούσε εκστασιασμένος το μέλλον που νόμιζε ότι θα ήταν συναρπαστικό. Το 1968 ο Κιούμπρικ έβγαζε στους κινηματογράφους το «2001, Οδύσσεια του Διαστήματος» και έπειθε τους θεατές ότι, σε τριάντα τρία χρόνια από τότε, η καθημερινότητά μας θα τοποθετείται κάπου ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη ή λίγο παραπέρα.
Θυμάμαι αφιερώματα σε μεγάλα διεθνή περιοδικά για τη ζωή μας τον 21ο αιώνα, όταν θα ζούμε σε σπίτια-κάψουλες όπου όλα θα γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού.
Για παράδειγμα, θα το πατάς και θα βγαίνει από τον φούρνο έτοιμος μουσακάς – τουλάχιστον έτσι το φανταζόμουν εγώ. Εν τω μεταξύ, κι ενώ έχουμε διανύσει το ένα τέταρτο, σχεδόν, του 21ου αιώνα, έχουμε στα σπίτια μας σωληνώσεις από τη δεκαετία του ’70 και ο μουσακάς τον έχει τον κόπο του και τη λάτρα του.
Οσο για τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία των νιάτων μου, το μόνο ίσως που «νοσταλγούσαμε» – τα εισαγωγικά διότι δεν το είχαμε καν ζήσει – από το παρελθόν και προσαρμόζαμε στο παρόν ήταν ένα στυλ και μια αισθητική, αυτή του «Grease» ας πούμε για να έχουμε ιδέα.
Νομίζω κάπου εδώ βρίσκεται και η εξίσωση αυτής της επιδημίας της νοσταλγίας που, σε κάποιες περιπτώσεις, εκπίπτει σε «νοσταλγίτιδα», την αρνητική, δηλαδή, διάστασή της. Οι σημερινοί γονείς (και παππούδες) είναι η πρώτη γενιά – από τα τέλη του 19ου αιώνα λέμε τώρα – που ξέρουν ότι τα παιδιά τους (και τα εγγόνια τους) θα ζήσουν χειρότερα απ’ αυτούς.
Ποιο μέλλον λοιπόν να φαντάζει συναρπαστικό; Μία αβεβαιότητα και κάτι το ομιχλώδες βλέπουμε. Ναι, το μέλλον πάντα είναι αβέβαιο, αλλά κάποτε είχαμε την αφέλεια να νομίζουμε ότι μπορούσαμε και να το προβλέψουμε και να το καλουπάρουμε. Αυτό μας λείπει. Οπως το έλεγε κάποτε ο Μάνος Ελευθερίου. «Φοβάμαι την εποχή που θα νοσταλγούμε το μέλλον μας».
Ενα τσεκάρισμα
Οταν λοιπόν δεν μπορείς να πάρεις καμιά ανάσα από το μέλλον, αναπολείς το παρελθόν. Και το εξωραΐζεις, το κάνεις κάτι σαν παυσίλυπο. Γιατί είναι ακίνδυνο και δεν μπορεί να σε απειλήσει. Και το βλέπεις, όπως θέλεις να το δεις. Βλέπαμε, χαζεύαμε μάλλον, πριν από μερικές μέρες, τα «Κόκκινα Φανάρια» στην τηλεόραση με ένα χαμόγελο αποχαύνωσης.
Μας άρεσε, ναι, αλλά λίγο πριν από το τέλος αναρωτηθήκαμε. Θα έστεκαν σήμερα αυτοί οι διάλογοι; Και οι ερμηνείες των ηθοποιών; Ή το τόσο προφανές σκηνικό; Μάλλον όχι. Τότε γιατί το βλέπουμε; Ο έχων επαγγελματική σχέση με τον κινηματογράφο φίλος μας έδωσε την απάντηση. «Για να τσεκάρουμε ποια στοιχεία από την ταινία διασώζονται και συγκινούν έως σήμερα». Αλλά αυτά αποδείχθηκαν διαφορετικά για τον καθένα.
*Ο αρχικός τίτλος είναι από συλλογή κειμένων του Τίτου Πατρίκιου