Λένε ότι όποιος δεν τα έχει καλά με την πραγματικότητα, πρόβλημα έχει αυτός, όχι η πραγματικότητα. Αυτό φαίνεται ότι ισχύει και στην αγορά εργασίας, όπου εμφανίζονται συνεχώς νέες μορφές απασχόλησης, οι οποίες στην πραγματικότητα καλύπτουν νέες ανάγκες που προκύπτουν από ευρύτερες αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο, τις τεχνολογίες και τις κοινωνίες.
Χωρίς τη θεσμοθέτηση των νέων μορφών απασχόλησης κινδυνεύουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αφήνοντας ανεξέλεγκτα τη μαύρη εργασία, το μαύρο χρήμα και τη δημιουργία εργαζομένων χωρίς δικαιώματα. Για παράδειγμα, η παροχή υπηρεσιών μέσα από πλατφόρμες αποτελεί πραγματικότητα, όπως και η παράλληλη εργασία σε δύο εργοδότες ή η απασχόληση συνταξιούχων.
Στο εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο δίνεται σε διαβούλευση, θεσμοθετούνται στην Ελλάδα δύο νέες μορφές εργασίας και παράλληλα δημιουργείται πιο σαφές πλαίσιο για όλες τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Οι δύο νέες μορφές είναι η σύμβαση απασχόλησης «μηδενικών ωρών» και η εργασία «κατά παραγγελία». Δεν ανακαλύφθηκαν σήμερα, ούτε στην Ελλάδα. Εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και σταδιακά εξαπλώθηκαν.
Ωστόσο, από ξένα δημοσιεύματα και από τη βιβλιογραφία βλέπουμε ότι σε όλες τις χώρες δεν είχαν την ίδια τύχη. Αλλού ευδοκίμησαν και αλλού έσβησαν. Κλειδί για την επιτυχία ή την αποτυχία των συστημάτων αυτών ήταν το γενικότερο εργατικό πλαίσιο και οι παρεμβάσεις των κυβερνήσεων.
Τι νέο έρχεται
Ας δούμε τι είναι αυτές οι δύο μορφές απασχόλησης και ποια η εμπειρία και η γνώση που μπορούμε να αποκτήσουμε από εκεί όπου πρωτοξεκίνησαν.
Η πρώτη αφορά τις συμβάσεις μηδενικών ωρών. Πρόκειται για συμβάσεις εργασίας που δεν εγγυώνται ελάχιστες ώρες εργασίας για τον εργαζόμενο, επιτρέποντας στους εργοδότες να προσλαμβάνουν προσωπικό, χωρίς δέσμευση για την παροχή τακτικών βαρδιών ή ρυθμών εργασίας.
Είναι δημοφιλείς σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου χρησιμοποιούνται κυρίως στους τομείς του λιανεμπορίου, της φιλοξενίας και της υγείας.
Η δεύτερη αφορά την απασχόληση κατά παραγγελία. Αυτό το σύστημα προσφέρει αποζημίωση (αποδοχές) με βάση κάθε παραγγελία ή εργασία που παρέχεται.
Σε αντίθεση με την παραδοσιακή απασχόληση, όπου η αποζημίωση είναι συχνά σταθερή, αυτό το σύστημα ευθυγραμμίζει την αμοιβή άμεσα με την παραγωγή ή τα καθήκοντα που ολοκληρώνονται. Αυτός ο τύπος απασχόλησης είναι συνηθισμένος στη λεγόμενη «gig economy», όπου οι εργαζόμενοι μπορεί να εκτελούν διάφορες εργασίες μέσω πλατφορμών όπως το Uber.
Αυτές οι μορφές απασχόλησης ήρθαν να καλύψουν νέες ανάγκες στον χώρο εργασίας, όπως ήρθε για παράδειγμα η τηλεργασία με την πανδημία του Covid. Στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα σημειώθηκαν σημαντικές οικονομικές αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις και τα μεταβαλλόμενα οικονομικά τοπία οδήγησαν σε μια ζήτηση για πιο προσαρμοστικές συμβάσεις απασχόλησης.
Η άνοδος της gig economy, που χαρακτηρίζεται από βραχυπρόθεσμες συμβάσεις και ανεξάρτητη εργασία, ενίσχυσε περαιτέρω αυτή την ανάγκη. Σε αυτό το πλαίσιο, οι «συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης» και τα συστήματα «κατά παραγγελία» εμφανίστηκαν ως λύσεις για την αντιμετώπιση των κυμαινόμενων απαιτήσεων της αγοράς και την παροχή στους εργοδότες ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού.
Προέλευση και ανάπτυξη
Η Βρετανία και οι ΗΠΑ υπήρξαν πρωτοπόροι στην υιοθέτηση αυτών των ευέλικτων συστημάτων απασχόλησης. Στη Βρετανία, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης έγιναν ιδιαίτερα διαδεδομένες σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο, η φιλοξενία και η υγειονομική περίθαλψη. Στις ΗΠΑ παρατηρήθηκε έξαρση των πλατφορμών «gig economy», οι οποίες συχνά λειτουργούσαν σε βάση «κατά παραγγελία».
Καθώς αυτά τα μοντέλα απέδειξαν πιθανά οικονομικά οφέλη, οι χώρες σε όλη την Ευρώπη άρχισαν να διερευνούν παρόμοια συστήματα. Η Ισπανία, που αντιμετώπιζε υψηλά ποσοστά ανεργίας, και οι Κάτω Χώρες, με τη μοναδική κουλτούρα μερικής απασχόλησης, άρχισαν να ενσωματώνουν στοιχεία των συστημάτων αυτών.
Υπέρ και κατά
Για τους εργοδότες, τα συστήματα αυτά προσφέρουν ευελιξία, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να προσαρμόζονται γρήγορα στις απαιτήσεις της αγοράς. Τα γενικά έξοδα συχνά μειώνονται, καθώς οι εργοδότες πληρώνουν για εργασία μόνο όταν χρειάζεται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κερδοφορία, ιδίως σε τομείς με κυμαινόμενες απαιτήσεις.
Από την άλλη πλευρά, ένα πιθανό μειονέκτημα είναι ο κίνδυνος αποδέσμευσης του εργατικού δυναμικού. Η έλλειψη εργασιακής ασφάλειας μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη δέσμευση μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη.
Για τους εργαζομένους που προτιμούν την ευελιξία, τους επιτρέπει να εξισορροπούν την εργασία με άλλες υποχρεώσεις. Για ορισμένους, η ευκαιρία να εργάζονται σε διαφορετικούς ρόλους ή έργα μπορεί να είναι ελκυστική.
Ομως, το σημαντικότερο μειονέκτημα είναι η απρόβλεπτη εξέλιξη του εισοδήματος, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον οικονομικό προγραμματισμό. Επιπλέον, η έλλειψη παροχών, από την υγειονομική περίθαλψη έως την άδεια μετ’ αποδοχών, μπορεί να αποτελέσει πρόκληση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ