Η αίθουσα ήταν η ίδια, ο κόσμος όμως ήταν διαφορετικός. Πριν από ένα μήνα, οι κόκκινες πολυθρόνες στο σινεμά ήταν γεμάτες από κορίτσια κάθε ηλικίας, που αναρωτιούνταν πώς αναπαράγονται οι Μπάρμπι χωρίς γεννητικά όργανα. Το Σάββατο το βράδυ όμως, στην τελευταία προβολή λίγο πριν από τις έντεκα, τα κορίτσια τα μετρούσες στα δάχτυλα. Το μοναδικό κακό της άτυπης κόντρας ανάμεσα στην «Μπάρμπι» και το «Οπενχάιμερ» ήταν αυτό – καθόρισε με λάθος τρόπο το κοινό που έκανε ουρά στα εισιτήρια.
«Θέλω μια τσίχλα», είπε παρακλητικά ένας εκ των θεατών, μετά τη θορυβώδη κατανάλωση ποπ-κορν και αναψυκτικού, στη διπλανή του, την οποία δεν γνώριζε καν – και αυτή την έδωσε, γιατί ήταν η ώρα δύσκολη και είχε αρχίσει ήδη να μετανιώνει που δεν είχε πάρει μαζί της «μια σοκολατίτσα, ρε συ» για τη λιγούρα. Η ταινία είχε περάσει τα μισά, οι βόμβες είχαν πέσει, ο Οπενχάιμερ ζούσε με τις τύψεις του και οι έφηβοι χαχάνιζαν βλέποντας το στήθος της Φλόρενς Πιου. Οι σινεφίλ μετρούσαν τις υποψηφιότητες στα επόμενα βραβεία και οι λάτρεις της φυσικής σχολίαζαν ψιθυριστά την αποτύπωση του πυρηνικού μανιταριού. Τη στιγμή της έκρηξης δεν ακούστηκε ούτε μισή ανάσα.
Για τρεις ώρες χωρίς διάλειμμα, αυτός ο ίδιος κόσμος που συνεχίζει να υπάρχει σχεδόν 80 χρόνια παρά το βάρος της ανακάλυψης του «Οπι» έμοιαζε πιο κανονικός απ’ όσο είναι την τελευταία δεκαπενταετία – σίγουρα πιο κανονικός από μια καθημερινότητα γεμάτη στάχτη και «πολιτοφύλακες». Και ο χώρος στον οποίο η κανονικότητα επανέρχεται μετά από κάθε κακοτοπιά, με τις ουρές και τα χάχανα και τις τσίχλες και τις σοκολατίτσες που ποτέ δεν είναι εύκαιρες όταν τις χρειάζεσαι, σώθηκε στ’ αλήθεια αυτό το καλοκαίρι από την Γκρέτα Γκέργουικ, τον Κρίστοφερ Νόλαν και τα ακροβατικά του Τομ Κρουζ. Από τη μαγεία της μεγάλης οθόνης, στην οποία στο τέλος όλοι υποκύπτουν, από ιστορίες που έχουν κάτι να πουν. Από την ανάγκη για ένα διάλειμμα.