Δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί η υποσημείωση του εκδοτικού οίκου ή του ίδιου του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο ενός – συνήθως – μυθιστορήματος, υπογραμμίζει κάτι πολύ λιγότερο σε σχέση με το τι εκφράζει το ίδιο το μυθιστόρημα. Δεν αποτελεί εξαίρεση το μυθιστόρημα της Λίας Μεγάλου – Σεφεριάδη «Μέρες και νύχτες της ζωής μας» με την υποσημείωση «Eνα μυθιστόρημα για το πώς η μοίρα, η πλάνη, το ψέμα και η αλήθεια παίζουν στα δάχτυλα τη ζωή μας» καθώς τόσο βαριές λέξεις όπως οι λέξεις «μοίρα», «πλάνη», «ψέμα» και «αλήθεια», δεν στοιχειοθετούν καν το φόντο μιας «υπόθεσης», τόσο συναρπαστικής ώστε να της χρειάζονται λέξεις πολύ λιγότερο γενικόλογης σημασίας που να καταλαμβάνουν τριακόσιες ακριβώς σελίδες προκειμένου να αξιοποιηθεί σε όλο της το εύρος.
Τόσο περισσότερο μάλιστα καθώς θα αρκούσε η περίληψη των δεκαέξι αράδων που έχει προηγηθεί της υποσημείωσης στο οπισθόφυλλο αφού μας εισάγει υπεραρκούντως μάλιστα στην ατμόσφαιρα της αγωνίας και του μυστηρίου (δεν πρόκειται βέβαια για αστυνομικό μυθιστόρημα) τόσο πιο έντονης καθώς δεν αναφέρεται σ’ ένα έγκλημα, αλλά στην περιπλοκή μιας ύψιστης λειτουργίας όπως είναι αυτή των ανθρωπίνων σχέσεων στην πιο ακραία αισθηματική τους εκδοχή. Μια λειτουργία που γίνεται ακόμη πιο δραματική επειδή ακριβώς δεν την συγκροτούν αυτόβουλες, προσωπικές επιλογές, αλλά έχουν υπαγορευτεί χάρη σε κοινωνικά γεγονότα καθολικής εμβέλειας.
Μ’ αυτή την έννοια ένα πολιτικό ακραιφνώς μυθιστόρημα, το «Μέρες και νύχτες της ζωής μας» της Λίας Μεγάλου – Σεφεριάδη, πολιτικό, όπως θα το έγραφε ένας ή μία γνήσια επίγονος του Δημήτρη Χατζή, με τις ανθρώπινες συμπεριφορές να διατηρούν την αυτονομία και την ανεξιθρησκεία, ακόμη ακόμη και τη γλυκύτητα, καθαρόαιμων και συγκινητικών προσωπικών επιλογών, σε σχέση με την τραχύτητα και την βαρβαρότητα των κοινωνικών συνθηκών που μέσα τους ακμάσανε.
«Δημιουργήματα» ουσιαστικά ενός περιβάλλοντος όπως το δημιούργησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ιδιαίτερα η περίοδος της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, οι δύο σε σχέση με τους πολλούς βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος, η καθηγήτρια αγγλικών Δέσποινα στην Θεσσαλονίκη και ο δασολόγος Κουρτ σε μια πολίχνη της Γερμανίας αίρονται, στο τέλος του 20ού αιώνα, σ’ ένα ύψος ηθικής και αισθηματικής τάξεως, δίχως ωστόσο ν’ απιστούν στην πολυπρισματική φύση – όπως είναι πάντα αυτή ενός μυθιστορηματικού ήρωα. Και όπως ακριβώς στην αρχαία τραγωδία η «πληροφορία» που μας μεταφέρει η εμπλοκή στη δίνη απίστευτων περιπετειών, είναι κατά πολύ σημαντικότερη σε σχέση με το νόημα που θα πίστωνε κανείς τις συνθήκες τις υπόλογες για τη διαμόρφωση σε μεγάλο βαθμό του χαρακτήρα των ηρώων.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, το «Μέρες και νύχτες της ζωής μας», συνθεμένο μ’ έναν τόσο δραστήρια υπαινικτικά τρόπο ώστε αδιόρατες λεπτομέρειες σε σχέση με τις ζωές ανθρώπων που ακόμη και συμπτωματικά θα έλεγες ότι κινούνται στις παρυφές ή στο περιθώριο μιας «περιφέρειας» όπως την έχει χαράξει η εξέλιξη των δύο ήδη ονοματισμένων ηρώων, ν’ αποκτούν ένα τόσο τρομακτικό βάρος ώστε στην τοιχογραφία του ανθρωπίνου σύμπαντος όπως το οικοδομεί το μυθιστόρημα μια δυσδιάκριτη ή και καθόλου ορατή πινελιά να «επικοινωνεί» με τα κυριαρχικά χρώματα της τελικής σύνθεσης. Δεν είναι λιγότερο συγκινητική η αναγνωρισμένη πρόθεση, με καίρια όμως αποτελέσματα, της Λίας Μεγάλου – Σεφεριάδη, να επείγεται να προλάβει την ιστορία, πριν η τελευταία κλείσει τα κιτάπια της και γεγονότα όπως για παράδειγμα, οι περιπέτειες των εβραίων στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ν’ ανανεώνονται ως βίωμα καθώς θα ανασυσταίνονται διαρκώς χάρη σε μια μνήμη που με το να έχει γίνει μυθιστορηματική δεν θα κινδυνεύει να σβήσει.
Χορτιάτης και Χάρλεμ
Ενα εντελώς σύγχρονο μυθιστόρημα το «Μέρες και νύχτες της ζωής μας» αν θεωρήσουμε ως σύγχρονο στοιχείο ότι η τόσο εξηρμένη αλλά και συκοφαντημένη έννοια της παγκοσμιότητας μπορεί να αποκτά ένα ουσιαστικό περιεχόμενο όταν τα ιθαγενή στοιχεία μιας χώρας (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας) συμπλέκονται τόσο αρμονικά και ευάγωγα με τις πολιτιστικές εκφάνσεις ακόμη και απομακρυσμένων μεταξύ τους χωρών ώστε να αναδεικνύεται ακόμη εναργέστερα η αυτοτέλεια και η δυναμική τους. Και ο Χορτιάτης ή τα χειροποίητα γλυκά του κουταλιού όπως μας παρέδωσαν τις συνταγές τους αλησμόνητες γιαγιάδες να συνυπάρχουν και να ανασαίνουν φυσιολογικά, καθώς έχει υφανθεί έξοχα πεζογραφικά η στιβαρότητα του νήματος που τα συνδέει με την Fifth Avenue, το Χάρλεμ, τους ρώσους εμιγκρέδες, τον Γκίντερ Γκρας, την αραβική χερσόνησο, την Κατερίνα Βαλέντε και τις ελβετικές Αλπεις.
Χάρη σ’ ένα απόκομμα εφημερίδας που του είχε δώσει ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης, ο Μένης Κουμανταρέας είχε γράψει το αριστουργηματικό «Δυο φορές Ελληνας». Αντί για απόκομμα, ένα γράμμα τεσσάρων μόλις αράδων, ανάμεσα σε δυο αδελφές, άμοιρες ευθυνών ακόμα και για τη γειτονιά τους, με ημερομηνία «19 Ιουλίου 1945» που ανακαλύπτει αιφνίδια, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η ηρωίδα του μυθιστορήματος δίνουν το έναυσμα ώστε ακόμη και το Μπουένος Αϊρες να εμπλέκεται ενεργά στην εξέλιξη μιας υπόθεσης τοποθετημένης στην Θεσσαλονίκη στις αρχές του 21ου αιώνα!