Σήμερα ο κόσμος έχει γίνει πολύ πιο πολύπλοκος από ό,τι στο παρελθόν. Χρειάζεται και από την πλευρά μας έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης. Πολλοί απόρησαν με την επίσκεψη του ινδού πρωθυπουργού μέσα στο κατακαλόκαιρο στην Ελλάδα.
Αλλοι τη θεώρησαν αδιάφορη, άλλοι ότι έγινε για λόγους απλής προβολής της σημερινής ηγεσίας της χώρας. Η αλήθεια στα δικά μου μάτια είναι εντελώς διαφορετική. Είμαι πεπεισμένος ότι, όπως λέει και η λαϊκή ρήση, «φιλήσαμε κατουρημένες ποδιές» για να έρθει σ’ εμάς ο κύριος Μόντι. Και καλά κάναμε, αν το κάναμε. Εμείς τον έχουμε περισσότερο ανάγκη, όχι σίγουρα αυτός.
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται τέτοιου είδους φιλίες, ακόμα περισσότερο συνεργασίες, εξαργυρώνονται μακροπρόθεσμα με χρυσάφι. Οχι γιατί, όπως πιστεύαμε παλιά με τους ακόμα πιο πολυπληθείς Κινέζους θα κατανάλωναν εν αφθονία τα ελληνικά προϊόντα. Ή ακόμα περισσότερο, που υπολογίζαμε ότι ένα απειροελάχιστο κλάσμα του πληθυσμού να ερχότανε για τουρισμό στη χώρα μας, θα τα «κονομάγαμε» για τα καλά.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι σημαντικό και δεν συνέβη, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί για όλα αυτά χρειάζεται χρόνος. Και οι συνήθειες δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα. Δεν μπορείς μέσα σε λίγα χρόνια να περιμένεις από τους Κινέζους ή τους Ινδούς να καταναλώνουν στη διατροφή τους παρθένο ελαιόλαδο. Ασε που και να το πετυχαίναμε, δεν έχουμε τόσο λάδι. Και ακόμα και αν το είχαμε, δεν έχουμε το εργατικό δυναμικό για να μαζέψει τόσες ελιές.
Εκεί βρίσκεται και το σημαντικό κομμάτι, το σημαντικότερο της επίσκεψης του ινδού πρωθυπουργού στην Ελλάδα. Η συμφωνία που προετοιμάζεται για την εισαγωγή εργατικού δυναμικού από την αχανή χώρα. Αυτό είναι το «χρυσάφι» της εποχής μας, η φτηνότερη εισαγόμενη εργασία. Η Ελλάδα κινήθηκε σ’ όλο τον προηγούμενο κύκλο ανάπτυξής της, που θεωρητικά ξεκίνησε πάλι με Μητσοτάκη στην κυβέρνηση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, με βασικό καύσιμο το άφθονο και πάμφθηνο εργατικό δυναμικό που προερχόταν από την Ανατολική Ευρώπη.
Μ’ αυτή την κινητήριο δύναμη μπήκαμε στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση, σπάζοντας τα δεσμά του μακροχρόνιου πληθωρισμού. Μ’ αυτή την κινητήριο δύναμη δημιουργήθηκε ο άφθονος ιδιωτικός πλούτος. Αυτή η δεξαμενή εργαζομένων μάς τελείωσε. Ηδη οι χώρες της Βαλκανικής που είχαν μείνει πιο πίσω – γιατί κάτι Πολωνίες και Τσεχίες έχουν εκτοξευθεί εδώ και χρόνια – πλέον δηλώνουν ανοικτά ότι κάνουν εισαγωγές εργατικού δυναμικού. Γίνονται αυτές αποδέκτες μετανάστευσης, προκειμένου να καλύψουν τα κενά στην αγορά εργασίας τους, που δημιουργούνται λόγω των ξένων επενδύσεων.
Στον νέο κύκλο ανάπτυξης που ξεκίνησε μόλις ισοφαρίσαμε τη ζημιά της Covid, δηλαδή στις αρχές του 2022, έχουμε σημαντικά όπλα, όπως το Ταμείο Ανάπτυξης, το φιλεπενδυτικό κλίμα, έχουμε όμως και πολλούς κινδύνους, με σημαντικότερο τις ελλείψεις σε παραγωγικό δυναμικό. Από απλούς εργάτες και εξειδικευμένους τεχνίτες, μέχρι ολόκληρες εταιρείες σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Μια χώρα με τα δικά μας χαρακτηριστικά, μ’ έναν τρόπο καλύπτει τις εσωτερικές της ανάγκες, με εισαγωγή από το εξωτερικό. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαμε να βρούμε εργαζομένους εκεί όπου τους αναζητούσαμε μέχρι σήμερα, πρέπει να τους ψάξουμε αλλού. Και επειδή δεν είμαστε οι μόνοι που ψάχνουμε, πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα από τον ανταγωνισμό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»