Γεννιέσαι ή γίνεσαι; Είναι αποτέλεσμα επιλογών ή συγκυριών; Ή μήπως, όσο πιο σύντομη η ζωή τόσο μεγαλύτερη η διάσταση του μύθου; Ή του παραμυθιού αφού από εκεί εκπορεύονται οι σύγχρονοι μύθοι; Θα ήταν, για παράδειγμα, η Μέριλιν Μονρόε ένα από το μεγαλύτερα είδωλα της ποπ κουλτούρας στον 20ο αιώνα αν δεν είχε «φύγει» γυμνή και μόνη στο κρεβάτι της στα 36 της μόλις χρόνια, αν ο χρόνος χάραζε με ρυτίδες το πρόσωπό της ή αν το αλλοίωναν οι επεμβάσεις στο ουτοπικό παιχνίδι της αιώνιας νεότητας; Αν τη βλέπαμε 90χρονη σε αναπηρικό καροτσάκι να παραλαμβάνει, σε απονομή των Οσκαρ, το βραβείο LifeAchievement; Θα έμπαινε – και θα έμενε – ο Τζέιμς Ντιν στο πάνθεον των μεγάλων σταρ ως το αγόρι με τα μελαγχολικά μάτια αν δεν είχε σκοτωθεί στα 24 χρόνια του οδηγώντας την Πόρσε του; Αν είχε παίξει εν τω μεταξύ σε κακές ταινίες, αν είχαν κρεμάσει μάγουλα και προγούλια; Ακόμη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, θα σε καθήλωνε απέναντι από την τηλεόραση αν ζούσε έως σήμερα και η σύγχρονη εικόνα της – κοντά στα ενενήντα της πια – υπερτερούσε σε σχέση με το τσαχπίνικο μουτράκι της «Αλίκης στο Ναυτικό» ή της «Κόρης μου της σοσιαλίστριας»; Και αν δεν είχε σκοτωθεί η πριγκίπισσα Νταϊάνα, πριν από 26 ακριβώς χρόνια, αν, σήμερα, τσακωνόταν με τη Μέγκαν, έμπαινε σε σύγκριση με την Κέιτ, ντάντευε εγγόνια, θα εξακολουθούσε να ήταν μία «πριγκίπισσα της καρδιάς»;
Εδώ είμαστε ή μάλλον εκεί. Στη σήραγγα Pont de l’ Alma, στο Παρίσι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Αυγούστου 1997. Εκεί όπου στα συντρίμμια ενός αυτοκινήτου που κυνηγούσαν οι παπαράτσι, έχασαν τη ζωή τους η Νταϊάνα (εξέπνευσε λίγες ώρες μετά στο νοσοκομείο), ο σύντροφός της Ντόντι Αλ Φαγιέτ και ο οδηγός. Αλλά κέρδισε το στοίχημα με τον χρόνο ένα παραμύθι. Με πριγκίπισσες, «δράκους» και «κακές μάγισσες». Ενα παραμύθι με κακό τέλος που όμως, ακριβώς αυτό το τέλος του, το κρατάει ακόμη ζωντανό.
Η πριγκίπισσα Νταϊάνα ή Lady D ή «Βασίλισσα στην καρδιά του λαού» είναι το τελευταίο τόσο μεγάλου βεληνεκούς ίνδαλμα μιας εποχής χωρίς social media και με το Διαδίκτυο ακόμη να μπουσουλάει. Και μάλιστα χωρίς να ανήκει στη βιομηχανία του θεάματος (μάλλον, άθελά της, δημιούργησε μια ιδιότυπη δική της που μετουσίωνε σε «θέαμα» την ίδια τη ζωή της). Κι αυτό σημαίνει ίνδαλμα αυθεντικό που δεν προέκυψε «κατ’ επιβολή» αλλά δημιουργήθηκε από την ανάγκη ενός κοινού που ολοένα και μεγάλωνε. Η πριγκίπισσα που ασφυκτιούσε μέσα στα πριγκιπικά ιμάτιά της και όσα αυτά συνεπάγονταν. Η πριγκίπισσα που έκλαιγε, που είχε κρίσεις βουλιμίας και πανικού, η νέα, όμορφη γυναίκα που ο σύζυγος την απατούσε, που ποτέ δεν κατάφερε να τον απομακρύνει από τον μεγάλο του έρωτα, η γυναίκα που αγκάλιαζε ασθενείς με AIDS σε μια εποχή που κόσμος νόμιζε ότι η ασθένεια κολλάει με τη χειραψία, που περπατούσε σε ναρκοπέδια, που δεν κυνηγούσε τη δημοσιότητα αλλά η δημοσιότητα την κυνηγούσε, που ήθελε να την «αφήσουμε ήσυχη» όπως ήταν τα τελευταία της λόγια. Που πέρυσι, όταν απεβίωσε η βασίλισσα Ελισάβετ, το όνομά της γράφτηκε και ακούστηκε πολλές περισσότερες φορές από εκείνο της «διαδόχου» της, της Καμίλα. Και αναρωτιέμαι μήπως τα «πραγματικά» και διαχρονικά παραμύθια προκύπτουν μέσα από τις ανατροπές. Από τα «μη αναμενόμενα» που είναι όλο και πιο σπάνια στην εποχή των επικοινωνιακών πυροτεχνημάτων και των κατασκευασμένων ειδώλων.
Λίγος Κασσελάκης ακόμη
Και μια και μιλάμε για επικοινωνιακές κατασκευές, ακούω γι’ αυτά τα διαπιστευτήρια του Στέφανου Κασσελάκη, ότι είναι καλοσπουδαγμένος, ευρυμαθής, γλωσσομαθής, κομψός, συμπαθής, πλούσιος, από καλή οικογένεια, κοσμοπολίτης. Μέχρι εκεί. Σαν να ακούω προξενήτρα του παλιού καιρού δηλαδή. Και αναρωτιέμαι αν στον ΣΥΡΙΖΑ ψάχνουν, τελικά, για αρχηγό που θα ξαναδώσει στο κόμμα προοπτική διακυβέρνησης ή για αρραβωνιαστικό. Από την άλλη, δουλεύουν υπέρ του οι συγκυρίες. Το «καλοκαίρι της Μπάρμπι», είναι αναμενόμενο ένας «Κεν» να κερδίζει τις εντυπώσεις.