Στην επιστροφή από τις διακοπές, στις περισσότερες φιλικές συναθροίσεις βρίσκεται στο επίκεντρο η περίπτωση «Κασσελάκη». Ολοι είχαν μια άποψη για τον νέο επίδοξο πολιτικό. Μόλις όμως η ευχάριστη και σχετικά ανάλαφρη συζήτηση εξαντλούνταν, άρχιζαν μέλη της παρέας να «ξεφυσούν». Τα πράγματα αυτόματα σοβάρευαν. Τα πρόσωπα χλώμιαζαν. Τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα κοιτιούνται μεταξύ τους με νόημα.
Δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή περίπτωση να συναντηθείς με ανθρώπους κάθε ηλικίας και εισοδηματικής τάξης και να μην υπάρξει συζήτηση για το θέμα των ενοικίων. Ολοι έχουν κάποια περίπτωση που αφορά τους ίδιους ή τον περίγυρό τους. Είναι να τρελαίνεσαι πραγματικά με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και τις ιστορίες που καθημερινά συμβαίνουν στην κοινωνία μας. Ιδιοκτήτες που εισέπρατταν ενοίκια 700-800 ευρώ για σπίτια ικανά να φιλοξενήσουν μια οικογένεια, από συνεπείς ενοικιαστές, τους «πετούν» έξω με κάθε πρόφαση. Διεκδικούν πλέον ακόμα και σε μεσοαστικά προάστια ενοίκια των 1.000 ευρώ και πάνω. Πόσο πάνω; Οσο τους έρθει. Ζητώνται και γίνονται τρελά πράγματα. Για διαμέρισμα του 1990, 100 τ.μ. στο Χαλάνδρι, μερικά χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, να ζητά κάποιος ενοίκιο 1.250 ευρώ.
Πιο νότια, στη Νέα Σμύρνη, τα ενοίκια που ζητώνται φτάνουν για παρόμοιο σπίτι τα 1.500 ευρώ. Και όλοι βρίσκουν ενοικιαστή. Οχι γιατί τα εισοδήματά τους το αντέχουν, οι μισθοί δεν έχουν αυξηθεί τόσο πολύ, αλλά γιατί πρέπει να βρουν ένα σπίτι να στεγάσουν την οικογένειά τους. Διαμερισματάκια σε άθλια κατάσταση, μ’ ένα βαψιματάκι διεκδικούν ενοίκια επαύλεων. Οι τιμές δε, είναι μη διαπραγματεύσιμες. Οι αυξήσεις σ’ όσους μένουν σε σπίτια με υποψία χαμηλότερου ενοικίου είναι εθελοντικές. Τις κάνουν μόνοι τους οι ενοικιαστές προκειμένου να μην «ταράξουν» την οικογενειακή ηρεμία, να μην επιβαρυνθούν επιπλέον και με τα έξοδα της μετακόμισης.
Η αγορά κατοικίας τρέχει χωρίς φρένα και οικογενειακοί προϋπολογισμοί τινάσσονται στον αέρα. Μιλάμε για οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς και με πολλές υποχρεώσεις, για τις οποίες πλέον τα έξοδα στέγασης ξεπερνούν το ήμισυ του εισοδήματός τους. Tο πρόβλημα για μια οικογένεια με παιδί φοιτητή σε επαρχιακή πόλη ακόμα μεγαλύτερο. Σπίτι στον Βόλο που πριν από το καλοκαίρι νοικιαζόταν 300 ευρώ, πλέον δεν το βρίσκεις με κάτω από 450 ευρώ. Και το παιδί… πρέπει επιπλέον και να φάει. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο δημόσιος υπάλληλος που μετακινείται σε μια πόλη μακριά από τη βάση του. Οχι κίνητρο δεν έχει για την αποκόμιση ενός καλύτερου εισοδήματος, αλλά τα έξοδα στέγασης πνίγουν κάθε διάθεση για να προσφέρει στη νέα θέση που τον έστειλε το κράτος.
Μια λύση θα μπορούσε να είναι η αγορά κατοικίας με δάνειο. Είναι για να το τολμά κανείς; Με 4.000 και 5.000 ευρώ το τετραγωνικό στα νεόδμητα, με τιμές διπλάσιες σε σχέση με πριν από την πανδημία στα παλαιά και με επιτόκια που συνεχώς αυξάνονται, αξίζει τον κόπο να δεσμεύσεις τη ζωή σου με δόση όση τα σημερινά υπέρογκα ενοίκια για δύο ή τρεις δεκαετίες; Ο Γουόρεν Μπάφετ είχε πει πριν από μερικά χρόνια ότι «η απόκτηση ενός σπιτιού μπορεί να εξελιχθεί σε εφιάλτη αν τα μάτια του αγοραστή βλέπουν υψηλότερα από το πορτοφόλι του». Στην περίπτωση του έλληνα ενοικιαστή ο «εφιάλτης» απειλεί τους ιδιοκτήτες με φέσια από τα ανείσπρακτα ενοίκια που έρχονται.