Μια βασική πλευρά της συζήτησης για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο είναι ότι εφόσον μία σειρά από πρακτικές που κάνουν την εργασία πιο ελαστική και επισφαλή σε άτυπη μορφή αποτελούν ήδη πλευρά του εργασιακού τοπίου, είναι προτιμότερο να ενσωματωθούν στο εργασιακό δίκαιο ώστε αποκτώντας τυπική μορφή να περιορίσουν τον βαθμό εργοδοτικής αυθαιρεσίας και να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια «ρύθμισης της απορρύθμισης», δηλαδή μια προσπάθεια να προσδοθεί κάποιου είδους θεσμική κανονικότητα σε εργασιακές σχέσεις και πρακτικές που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό ελαστικότητας και επισφάλειας.
Ομως, το ερώτημα είναι εάν αυτό τελικά εξασφαλίζει κάποια δικαιώματα των εργαζομένων ή εάν αντίθετα οδηγεί στην παγίωση και τελικά γενίκευση των πρακτικών ελαστικής εργασίας. Γιατί η εμπειρία δείχνει ότι η ένταξη μιας πρακτικής στη θεσμική κανονικότητα συνήθως συνεπάγεται και τη γενίκευσή της. Δηλαδή, αυτό που κάποτε ήταν η παράτυπη εξαίρεση, κινδυνεύει τώρα να γίνει μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική.
Πάνω απ’ όλα αυτό που δεν συζητιέται καθόλου είναι το τοπίο της εργασίας που πιστεύουμε ότι πρέπει να διαμορφωθεί. Δηλαδή δεν συζητάμε εάν θεωρούμε θεμιτό κάποιος να εργάζεται έξι ημέρες την εβδομάδα, ακόμη και αν αμείβεται περισσότερο, όταν εδώ και δεκαετίες συμφωνήσαμε ότι το πενθήμερο είναι ο καλύτερος τρόπος για να έχουμε μια θεμιτή ισορροπία χρόνου εργασίας και χρόνου που δεν αφιερώνεται στην εργασία αλλά στην προσωπική ζωή, στον πολιτισμό, στην οικογένεια, στην άθληση.
Ούτε κάνουμε μια συζήτηση για το πόσο θεωρούμε πρόοδο ή ραγδαία οπισθοχώρηση το να υπάρχουν άνθρωποι που αναλαμβάνουν όχι να εργάζονται αλλά απλώς να είναι διαθέσιμοι προς απασχόληση, έστω και με έγκαιρη προειδοποίηση και ακόμη και εάν κάποιες – σίγουρα όχι πολλές…- ώρες εργασίας είναι συμφωνημένες εξαρχής. Πόσο κανονική ή θεμιτή θεωρούμε αυτή την εργασιακή συνθήκη; Με άλλα λόγια, αυτό που δεν συζητιέται είναι το εάν αντί να επικυρώνουμε την επισφάλεια θα βρούμε τρόπο να απαλλαγούμε απ’ αυτήν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ