Στη χώρα μας, στην περίπτωση των εμπρησμών, δεν ισχύει η βασική αρχή του πανικού δικαίου «Nullum crimen, nulla poena sine lege» (κανένα έγκλημα, καμιά ποινή χωρίς νόμο). Εκτός των κενών στη σχετική νομοθεσία, ακόμα κι όταν οι δράστες συλλαμβάνονται, σπανίως τιμωρούνται· «ελλείψει στοιχείων» δεν δικάζονται καν. Οι υποθέσεις εμπρησμών συσσωρεύονται σε σκονισμένες στοίβες: κατά τα φαινόμενα, η αστυνομία και η Δικαιοσύνη περί άλλα τυρβάζουν. Το ποια είναι αυτά τα «άλλα», αποτελεί, δυνάμει, θέμα πολλών άρθρων που δεν έχουν γραφτεί ακόμα. Πάντως, μετά τις πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού, όπως και περασμένων καλοκαιριών, ακούσαμε περί νομικής μεταρρύθμισης και περί επιβολής της «τάξης»: αναρωτιέμαι πώς θα επιτευχθούν αυτά σε μια κοινωνία από την οποία λείπει η λογοδοσία. Μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα ό,τι συμβαίνει, π.χ., στις ΗΠΑ όπου η αστυνομία μπουκάρει στην έπαυλη του Ντόναλντ Τραμπ και την κάνει άνω-κάτω; Ή στο Βέλγιο το οποίο η κ. Εύα Καϊλή μπέρδεψε, ως μη όφειλε, με τη χώρα μας με αποτέλεσμα να βρεθεί, εμβρόντητη, στη φυλακή; Χρειαζόμαστε ένα είδος συλλογικής νομικο-δικαιϊκής αναμόρφωσης: όχι μόνο εμείς οι πολίτες· πρωτίστως, οι ίδιοι οι εκλεγμένοι οι οποίοι ενίοτε δείχνουν να μην κατανοούν τον ρόλο τους. Υπενθυμίζω ότι προσφάτως ο δήμαρχος Αθηναίων, που προσπαθεί να διαχειριστεί τερατώδη χρόνια προβλήματα, ευχήθηκε να ξεπηδήσει ένα «κίνημα κατά των τραπεζοκαθισμάτων». Είμαστε εθισμένοι στα «κινήματα», όχι στη νομιμοφροσύνη, όχι στον κανόνα της διοίκησης.
Εν πάση περιπτώσει, ένας από τους παράγοντες της διαβόητης «πρόληψης» των πυρκαγιών είναι η εφαρμογή των νόμων και η τιμωρία των παραβατών με σκοπό την αποτροπή και τον παραδειγματισμό. Επί δεκαετίες επιδεικνύουμε σκανδαλώδη επιείκεια και ανεκτικότητα έναντι των βανδάλων, των πυρομανών και των δολιοφθορέων: είτε επειδή είναι νέοι -οι μολότοφ θεωρούνται παιχνίδι της ελληνικής νιότης- είτε επειδή ανήκουν σε μειονότητες και ευπαθείς ομάδες. Στην πραγματικότητα, ευπαθής ομάδα είμαστε εμείς οι ανώνυμοι πολίτες που παρακολουθούμε ανήμποροι αναρχοαριστερούς να καίνε ανθρώπους επειδή, κατά τη γνώμη τους, είναι «απεργοσπάστες», χούλιγκανς να εισβάλλουν από τον βορρά, καθηγητές να διαδηλώνουν μαζί με μαθητές εναντίον της επιμόρφωσης και της αξιολόγησης· σιδηροδρομικούς να εγκαταλείπουν το πόστο τους· μεθυσμένους να οδηγούν οχήματα· ακτιβιστές και δημοσιογράφους να συκοφαντούν πολιτικούς τους αντιπάλους· φοροφυγάδες να ανθίστανται στην «πάταξη» -διαβόητη κι αυτή. Όλες οι αναίσχυντες και ανέμελες πράξεις συνοδεύονται από το παράδοξο της φοβίας έναντι του κράτους: παρά την ατιμωρησία, μας βασανίζει κάποια αόριστη ενοχή σαν εκείνη του Γιόζεφ Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα. Στο μεταξύ, αν και κάθε καινούργια αποφράδα ημέρα επαναλαμβάνουμε τα περί συμμόρφωσης στους νόμους· πολλοί Έλληνες συνεχίζουν να ενθαρρύνουν την πολιτική ανυπακοή στηρίζοντας τον κλέφτη, όχι τον νοικοκύρη.
Μέχρι σήμερα, οι λιγοστοί εμπρηστές που συλλαμβάνονταν τιμωρούνταν με πρόστιμα γύρω στα 300 ευρώ: ο νόμος προβλέπει χρηματικές ποινές μέχρι 5.000 ευρώ για περιπτώσεις συρροής παραβάσεων. Αν και η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τα πρόστιμα θα φτάσουν τα 30.000 ευρώ, μια τέτοια ποσοτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική. Χρειάζεται βαθύτερη και ευρύτερη παιδαγωγική στο νομικό ήθος, καθώς και δικαιότερη αντιστοιχία εγκλήματος και τιμωρίας. Τα μεγάλα πρόστιμα δεν είναι αποτρεπτικά όταν οι δράστες πιστεύουν πως δεν θα συλληφθούν ποτέ ή ότι θα τη γλιτώσουν με κάποια δικαιολογία, π.χ. επικαλούμενοι ψυχική διαταραχή. Πολλοί Έλληνες πουλάνε τρέλα για να αποφύγουν υποχρεώσεις: η καταφυγή στην τρέλα είναι τοπικό έθιμο.
Πράγματι, σε πολλές χώρες, αν και η εσκεμμένη πυρπόληση ή απανθράκωση περιουσίας και φυσικού περιβάλλοντος χαρακτηρίζεται ως κακούργημα, στην πράξη, λόγω της συστηματικής στρεψοδικίας και των νομικών κενών, επιβάλλονται τιμωρίες που αντιστοιχούν σε πλημμελήματα. Όπως είναι φυσικό, για περιπτώσεις που ενέχουν υψηλότερο βαθμό κινδύνου για την ανθρώπινη ζωή προβλέπονται αυστηρότερες ποινές: ο εμπρησμός που καταλήγει σε θάνατο ανθρώπων διώκεται ως ανθρωποκτονία· οι δε κατά συρροήν εμπρηστές διακινδυνεύουν ισόβια κάθειρξη. Μερικά νομικά συστήματα διακρίνουν τον εμπρησμό σε βαθμούς: ο εμπρησμός πρώτου βαθμού αφορά πυρπόληση δομών όπου υπάρχουν άνθρωποι (π.χ. ένα σχολείο ή μια πολυκατοικία), ο εμπρησμός δεύτερου βαθμού αφορά ακατοίκητα κτίσματα (π.χ. έναν άδειο αχυρώνα), ο εμπρησμός τρίτου βαθμού αφορά εγκαταλελειμμένα κτίρια, χωράφια και δάση δίχως ανθρώπινο πληθυσμό. Συχνά, ο βαθμός του εγκλήματος ποικίλλει ανάλογα με την εγκληματική πρόθεση του κατηγορουμένου, ή κατηγοριοποιείται ως «εξ αμελείας» και «εκ προθέσεως» με τον δεύτερο -εξυπακούεται- να τιμωρείται αυστηρότερα. Γενικά, παντού, η νομοθεσία παραμένει υπερβολικά επικεντρωμένη στην άμεση απώλεια ανθρώπινης ζωής· δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τις περιβαλλοντικές φθορές, τον θάνατο ζώων, το κόστος των πυροσβέσεων και τις έμμεσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία.
Στις ΗΠΑ, έχουν υπάρξει περιπτώσεις εμπρησμών που τιμωρήθηκαν σκληρά – όπως εκείνος του 2006, κοντά στο Παλμ Σπρινγκς της Καλιφόρνια, όπου έχασαν τη ζωή τους πέντε πυροσβέστες. Ο δράστης, κάποιος Raymond Lee Oyler, καταδικάστηκε σε θάνατο: βρίσκεται ακόμα στον θάλαμο των μελλοθανάτων της φυλακής Σαν Κουέντιν. Άλλοι Αμερικανοί εμπρηστές έχουν καταδικαστεί σε ισόβια. Όχι ότι συνιστάται να φτάσουμε εκεί, αν και η ιστορική εμπειρία δείχνει πως όταν το κακό παραγίνεται φτάνουμε στα άκρα λόγω της πίεσης της κοινής γνώμης ή του αγριεμένου όχλου. Προτού «παραγίνει» -αν και έχει ήδη «παραγίνει»- όλες οι πράξεις βανδαλισμού και αντικοινωνικής συμπεριφοράς πρέπει να τιμωρούνται με συνέπεια και σχολαστικότητα. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει παγιωθεί μια κουλτούρα βανδαλισμών που περιλαμβάνει εκδηλώσεις πυρομανίας: κάψιμο κάδων απορριμμάτων, κάψιμο οχημάτων, κάψιμο σημαιών, ομοιωμάτων και συμβόλων. Οι ζημιές στον δημόσιο χώρο και στο οικοσύστημα, οι οποίες αποκαθίστανται μέσω των φόρων των πολιτών, αποδίδονται σε μια φαντασματική συλλογική οντότητα -στους «μπαχαλάκηδες»- λες και οι μπαχαλάκηδες δεν είναι ξεχωριστά άτομα με ατομική ευθύνη το καθένα. Όταν οι ίδιες οι αρχές δεν αναγνωρίζουν την ατομικότητα, ενισχύουν το ήδη κυρίαρχο αίσθημα της αγέλης. Με αποτέλεσμα, στην Ελλάδα, ως αποφράδες να καταγράφονται όλες οι ημέρες. Σχεδόν.