Χαρισματικός δεν είναι: η αμηχανία του ήταν εμφανής από την αρχή. Ούτε ιδιαιτέρως πειστικός: η προσπάθειά του να μεταφέρει το αμερικανικό όνειρο στην ελληνική πραγματικότητα παρουσιάζει κενά και αντιφάσεις. Δεν μπορεί όμως κανείς να αρνηθεί ότι η ξαφνική υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τάραξε τα νερά, άλλαξε τις ισορροπίες και προκάλεσε συζητήσεις για την ταυτότητα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αν ο ουρανός ήταν ανέφελος στην Κουμουνδούρου όταν σημειώθηκε αυτή η εξέλιξη, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «κεραυνό εν αιθρία». Με δεδομένο όμως τον ζόφο που επικρατεί μετά τις βαριές εκλογικές ήττες, και τη σύγχυση που προκαλεί η δυναμική επανεμφάνιση των τάσεων με τους αντίστοιχους υποψηφίους, θα πρέπει μάλλον να παρομοιάσουμε την άνοδο του εξ Αμερικής υποψηφίου στη συριζαϊκή σκηνή με «κεραυνό εν νεφώσει».

Τα βασικά δεδομένα δεν αλλάζουν. Η Εφη Αχτσιόγλου εξακολουθεί να είναι το μεγάλο φαβορί για τη θέση που άφησε κενή με την παραίτησή του ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρώην αρχηγός εξακολουθεί να διεκδικεί τον ρόλο του «χρυσού μπαλαντέρ» για την περίπτωση που το κόμμα δεν μπορέσει να ανασυνταχθεί και να αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει μετά την αλλαγή ηγεσίας. Ο Κασσελάκης, όμως, έρχεται να θέσει, έστω αδέξια, έστω παρορμητικά, ένα βασικό ερώτημα: μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πλέον ελκυστικός επειδή χρησιμοποιεί μια ξύλινη γλώσσα, δεν έχει διδαχθεί από τα λάθη του, δεν έχει ανανεώσει τις θέσεις του και επιμένει στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης να προβάλλει ξεπερασμένα ιδεολογικά σχήματα; Κι αν συμβαίνουν όλα αυτά, μήπως πρέπει να αναθεωρήσει ριζικά τον τρόπο που ασκεί πολιτική;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν ενδιαφέρει μόνο τα στελέχη και τους οπαδούς του συγκεκριμένου κόμματος. Αφορά και κάθε ενεργό πολίτη, ο οποίος φοβάται ότι η απουσία μιας μαχητικής, εποικοδομητικής και ανταγωνιστικής αντιπολίτευσης μπορεί να ευνοήσει φαινόμενα αλαζονείας στην κυβέρνηση. Η πρόβλεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από τις τελευταίες εκλογές ότι «θα είμαστε αντιπολίτευση του εαυτού μας» έχει προς το παρόν επαληθευτεί. Αλλά το φαινόμενο αυτό δεν κάνει καλό στη δημοκρατία.