Αυτές δεν είναι πυρκαγιές, αλλά εμφύλιος πόλεμος -μόνο που αντίπαλος είναι η φωτιά, το αμέσως χειρότερο της ύβρεως, τουλάχιστον για τους αρχαίους που έλεγαν ύβριν χρή σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν. Και αν πηδάμε πάνω απ’ τις φλόγες κάθε καλοκαίρι και ολόκληρο το καλοκαίρι τότε ζήτω που καήκαμε και γίναμε φλαμπέ και μπάμιες στο φούρνο. Κι όσες πυροσβεστικές και να έχεις και τον Νιαγάρα ακόμα στην υπηρεσία σου οι φωτιές δεν σβήνονται, όπως αποδείχτηκε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά οπουδήποτε. Σε πολλές περιπτώσεις παίρνουν διαστάσεις γέεννας και μόνο ένας κατακλυσμός θα μας έσωζε, αλλά ούτε κι αυτός μας κάνει τη χάρη όταν τον χρειαζόμαστε.
Ισως όλο το σενάριο να είναι λάθος. Δηλαδή η προτεραιότητα στην κατάσβεση ενώ προφανώς απαιτείται επίμονη και εμμονική πρόληψη έως σφόδρα. Πρέπει να γίνουμε, πια, εντελώς παρανοϊκοί με την πρόληψη; Μάλλον. Διότι άπαξ και άρπαξε φωτιά το βουνό, η δυσπρόσιτη χαράδρα, ή το δάσος και φυσάει αέρας εφτά μποφόρ, τότε χαιρέτα μου τον καμένο πλάτανο. Τρέχουμε όλοι σαν ζαβοί, βαράει το 112, και θα είμαστε στο τέλος ευχαριστημένοι αν δεν καούνε όλα τα σπίτια των κοντινών οικισμών και δεν έχουν απανθρακωθεί άνθρωποι. Τώρα, βέβαια, κάποιος του οποίου κάηκε το σπίτι είναι ήδη απανθρακωμένος από πολλές απόψεις και δεν ξέρουμε πότε και αν θα συνέλθει – διότι η οικία του ανθρώπου είναι πολλά περισσότερα γι’ αυτόν από μερικά ντουβάρια. Είναι το κέλυφος, η καταφυγή αλλά κυρίως οι μνήμες, δηλαδή το πιο σημαντικό από την ίδια του την ύπαρξη – το να καεί το σπίτι σου είναι σαν να έχεις πάθει κάποιο είδος αιφνίδιο Αλτσχάιμερ.
Εξαφανίζεται όλη η αναπαράσταση της ζωής σου, ο χώρος και οι γωνιές όπου έζησες κι αγαπήθηκες, ό,τι έφτιαξες και φρόντισες επί χρόνια, επί δεκαετίες. Χάνεται η συνέχεια και οι αναφορές. Η οικείωση, οι δεσμοί με τα πράγματα. Δεν είναι τόσο απλό όσο λένε δηλαδή «πως αρκεί που δεν κάηκαν άνθρωποι» κάτι που είναι σωστό εν μέρει – ο άνθρωπος δεν είναι μόνο το σαρκίο του και μπορεί να καεί με πολλούς τρόπους και διά παντός. Να τσακιστεί ψυχικά και πνευματικά, να ακρωτηριασθεί εσωτερικά – να μην υπάρχει πια ως ισορροπημένη οντότητα. Για πολλούς ανθρώπους, ιδίως ηλικιωμένους, το σπίτι αποτελεί το ίδιο τους το Είναι. Οσο κι αν μας φαίνεται παράλογο το να μη θέλουν να φύγουν ενώ πλησιάζει η φωτιά, ωστόσο είναι κατανοητό το ότι γαντζώνονται στους τοίχους οδυρόμενοι και δεν θέλουν να το εγκαταλείψουν – κι αν αυτό αναγκαστικά συμβεί η πληγή είναι αθεράπευτη, παντοτινή. Είναι ένας ξεριζωμός – ο Φλομπέρ έγραφε πως για πολλούς η όντως πατρίδα είναι ο δρόμος όπου μεγάλωσαν. Αρα και κυρίως το ίδιο τους το σπίτι.
Να μη μιλήσουμε για τη βουβή τραγωδία των εκατομμυρίων ζώων που καίγονται ακόμα και αν μπουρλοτιάσει μόνο μια πλαγιά βουνού και κατασβεσθεί, έστω, σύντομα – πόσο μάλλον αν καούνε χιλιάδες στρέμματα. Το μέγεθος του δράματος των ζώων είναι αδιανόητο, απέραντα οδυνηρό. Αβάσταχτο να βλέπεις την απανθρακωμένη χελώνα μέσα στο καμένο δάσος, ένα σκέτο, καρβουνιασμένο κέλυφος, και να σκέφτεσαι την αδυναμία της να διαφύγει, να σωθεί – ένας εφιάλτης για μυριάδες ζωντανά, για απροσπέλαστα ποιμνιοστάσια και τη θανάσιμη αγωνία τους ενώ πλησιάζουν οι φλόγες, για ζώα και πουλιά, νεογέννητα σε φωλιές, προγραμματισμένα στον αφανισμό πριν ακόμα ζήσουν.
Θα πεις μήπως δεν σφάζει το ανθρώπινο γένος εκατομμύρια, ή δισεκατομμύρια ζώα κάθε μέρα για να τραφεί, αρνάκια γάλακτος, μοσχαράκια, ορνίθια, δεν εξοντώνει δις ψάρια – εκείνα είναι άλλη κατηγορία, και βάσει της επιλεκτικής όρασης δεν αξίζουνε οίκτο. Μόνο λαδόξιδο. Το ποίμνιο στο βουνό, αν γλιτώσει απ’ τη φωτιά, το περιμένει η σφαγή και μετά πάλι το ψήσιμο στον φούρνο, αλλά με πατάτες – είναι η εγκατεστημένη, επιλεκτική ζωοφιλία που μας κάνει να συγκινούμαστε, υποκριτικά, βεβαίως. Και μήπως εμείς δεν προκαλούμε την κλιματική αλλαγή, δηλαδή τις πυρκαγιές που μετά γανιάζουμε για να τις σβήσουμε – φαύλος κύκλος και ολοκληρωτική παράνοια.
Επομένως κύριος εχθρός δεν είναι οι πυρκαγιές, αλλά ο εαυτός μας που τις προκαλεί – το γεγονός ότι ανάβουνε φωτιές και οι κεραυνοί δεν αλλάζει τίποτε, εφόσον και για τους κεραυνούς έχουμε μερίδιο ευθύνης, διότι σε μας οφείλεται η επιδείνωση του κλίματος και η αύξηση του μέσου όρου θερμοκρασίας του πλανήτη. Και δεν πρόκειται, πλέον, για παλιές φωτιές που κουτσά-στραβά αντιμετωπίζονταν. Τώρα έχουμε τερατώδεις, πολλαπλές πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι (93 σε ένα εικοσιτετράωρο, κάποια μέρα). Πρόκειται για γέεννες, για χιλιάδες ναπάλμ ταυτόχρονα. Και πρέπει να αντιμετωπιστούν ως υπαρξιακό, εθνικό θέμα πρώτης προτεραιότητας. (Συν ότι είναι κυρίως παγκόσμιο πρόβλημα). Και αφού το στραβοκέφαλο ανθρώπινο γένος δεν αλλάζει εύκολα, να δούμε τι κάνουμε στην αυλή μας καταρχήν. Το προφανές είναι η εμμονή στην πρόληψη. Πώς; Να πάρουμε όλοι τροχόσπιτα από Pyrex; Οχι. Ας το βρούνε οι ειδικοί. Τώρα που ακόμα και οι Ινδοί πήγαν βόλτα στο φεγγάρι, έσκασε το κίνημα της ξαπλώστρας, του μπαουλοντίβανου κι ο ντιβανοκασσελάκης, πώς γίνεται να μην μπορούμε να προλάβουμε επί γης μιαν αρχέγονη, ομηρική φωτιά;