Στις 18 του Αυγούστου που πέρασε, ο πολωνός σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι έγινε 90 ετών. Και σήμερα κάνει την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας η τελευταία ταινία του, «Το παλάτι» (The palace). Η ταινία προβάλλεται εκτός συναγωνισμού και, όπως θα το περίμενε κανείς, το γεγονός και μόνο ότι δημιουργός της είναι ο Ρόμαν Πολάνσκι είναι αρκετό για να προκαλέσει θόρυβο. Γιατί όλα δείχνουν ότι τα προβλήματα που ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζει θα τον ακολουθούν διά παντός.
Εξακολουθεί να μην μπορεί να επισκεφθεί στις ΗΠΑ, χώρα την οποία εγκατέλειψε το 1974, κατηγορούμενος από την Πολιτεία της Καλιφόρνιας για τον βιασμό μιας ανήλικης. Το συμβάν έλαβε χώρα στο σπίτι του Τζακ Νίκολσον, πρωταγωνιστή του Πολάνσκι στο αριστούργημά του «Τσάιναταουν» (1974). Από το 1978 ο Πολάνσκι ζει στη Γαλλία και παραμένει παντρεμένος με την ηθοποιό Εμανουέλ Σενιέ, τη μητέρα των δύο παιδιών τους, Μοργκάν και Ελβις. Το «σκοτεινό» παρελθόν του τον καταδιώκει ακόμα, όμως, ως δημιουργός, ο Πολάνσκι δεν το βάζει κάτω. Στο «Παλάτι» σκηνοθετεί τους Ολιβερ Μανούτσι, Μίκι Ρουρκ, Τζον Κλιζ και Φανί Αρντάν σε μια ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα ξενοδοχείο υπερπολυτελείας της Ελβετίας κατά τη διάρκεια της βραδιάς της αλλαγής του μιλένιουμ. Δισεκατομμυριούχοι καλεσμένοι από όλο τον κόσμο ετοιμάζονται να εισέλθουν στη νέα χιλιετία και μέσω των ιδιορρυθμιών και υπερβολών τους ο σκηνοθέτης μάς χαρίζει μια παράλογη, μαύρη και άκρως προκλητική (όπως και πολιτική) σάτιρα.
Η τελευταία φορά που ο Πολάνσκι παρουσίασε δουλειά του στο φεστιβάλ Βενετίας ήταν το 2019, όταν η αμέσως προηγούμενη ταινία του, «Κατηγορώ…», εμπνευσμένη από την υπόθεση Ντρέιφους, κέρδισε το μεγάλο βραβείο της επιτροπής και εν συνέχεια έγινε αφορμή για μια νέα επίθεση εναντίον του δημιουργού της: εκτός από το ότι ο Πολάνσκι αντιμετώπισε καινούργιες κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση (τις οποίες αρνήθηκε), το 2020 όταν για το «Κατηγορώ» κέρδισε το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στα βραβεία Σεζάρ της Γαλλίας, η κατακραυγή της βιομηχανίας ήταν τόσο μεγάλη που προκάλεσε ρωγμές στην ηγεσία της οργάνωσης των βραβείων Σεζάρ. Το γεγονός πυροδότησε το κίνημα #MeToo της Γαλλίας και αιχμή του δόρατος εδώ ήταν η γαλλίδα ηθοποιός Αντέλ Ανέλ, η οποία αποχώρησε από την τελετή των Σεζάρ όταν άκουσε το όνομα του Πολάνσκι. Και σαν μην έφτανε αυτό, τον περασμένο Μάιο, η Ανέλ επιτέθηκε εναντίον του φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών και άλλων θεσμών της γαλλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, λέγοντας ότι είναι «έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να υπερασπιστούν τους αρχηγούς των βιαστών τους».
Ολόκληρη η ζωή αλλά και το έργο του Πολάνσκι, φέρουν τα σημάδια μιας εξαιρετικά αλλόκοτης μα και ενδιαφέρουσας βιογραφίας που έχει τις προδιαγραφές ώστε κάποια στιγμή να γίνει από μόνη της ταινία. Τραγικές συγκυρίες, βίαια παιδικά χρόνια, σεξουαλικά σκάνδαλα, ανομολόγητοι φόνοι και ταινίες που χαρακτηρίστηκαν έργα «διεστραμμένου μυαλού», πλάθουν τον βίο και την πολιτεία ενός ευφυούς καλλιτέχνη και ανθρώπου ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να μας εκπλήσσει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο Πολάνσκι με τον «Πιανίστα» επανήλθε σε μια τραγική περίοδο της ζωής του, το ολοκαύτωμα των Εβραίων. Η ταινία που πραγματεύεται τη βιογραφία του πολωνού πιανίστα Βλάντισλαβ Στζπίλμαν επανέφερε τον σκηνοθέτη κυριολεκτικά στα χρόνια της εφιαλτικής παιδικής ηλικίας του, εκείνα της γερμανικής κατοχής. Σε ένα από τα μεγαλύτερα τμήματα της αυτοβιογραφίας του, «Ρόμαν», αφηγείται το πώς κατόρθωσε να επιβιώσει κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εβραϊκής καταγωγής πολωνέζικη οικογένειά του μετακόμισε στην πατρίδα της αφότου ο σκηνοθέτης είχε γεννηθεί στο Παρίσι το 1933 και ενώ τα σύννεφα του ναζισμού σκοτείνιαζαν τον ουρανό της Ευρώπης. Ο πατέρας του έσωσε τον μικρό Ρόμαν από το κρεματόριο σπρώχνοντάς τον προς την ελευθερία μέσα από την τρύπα ενός φράχτη (μια παρόμοια σκηνή υπάρχει στην ταινία). Αν και ο πατέρας του επέζησε τελικά του Ολοκαυτώματος (ξανασυναντήθηκε με τον Πολάνσκι το 1945), η μητέρα του άφησε την τελευταία πνοή της στο Αουσβιτς. Ο μικρός κατέληξε στα χέρια των θείων του, όπου η ταλαιπωρία του συνεχίστηκε, καθώς οι συγγενείς τον κακομεταχειρίστηκαν. Λίγο αργότερα, σπουδαστής στην κινηματογραφική σχολή του Λοτζ, ο Πολάνσκι ανακάλυπτε τον κινηματογράφο με δάσκαλο τον Αντρέι Βάιντα σε ταινίες του οποίου έχει εμφανιστεί ως ηθοποιός.
Το 1962, η πρώτη μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, «Μαχαίρι στο νερό» (1962), θα γινόταν η πρώτη πολωνέζικη παραγωγή που κέρδιζε υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Αν και ήταν ήδη μεγάλος πολωνός σκηνοθέτης, ο Πολάνσκι επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα και κατευθύνθηκε στη Γαλλία. Καθώς βρισκόταν στο Παρίσι, έγινε φίλος με τον νεαρό σεναριογράφο, Ζεράρ Μπραχ, ο οποίος τελικά έγινε ο μακροχρόνιος συνεργάτης του. Οι δύο επόμενες ταινίες, «Αποστροφή» (1965) και «Η νύχτα των δολοφόνων» (1966), που έγιναν στην Αγγλία και σε σενάριο μαζί με τον Μπραχ, κέρδισαν αντίστοιχα Ασημένια και στη συνέχεια Χρυσή Αρκτο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Τότε πήγε στην Αμερική όπου με το ψυχολογικό θρίλερ «Το μωρό της Ρόζμαρι» μπήκε στο πάνθεον των μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών. Ομως μόλις έναν χρόνο αργότερα και ενώ ο Πολάνσκι βρισκόταν στο Λονδίνο, του ανακοινώθηκε τηλεφωνικώς ότι η έγκυος πρώτη γυναίκα του, Σάρον Τέιτ, είχε σφαγιασθεί από τον Τσαρλς Μάνσον και τη συμμορία του. Ενα τόσο τραγικό γεγονός δεν μπορεί παρά να στοιχειώσει για πάντα τον άνθρωπο που το βίωσε και πολλοί θεωρούν ότι ο Πολάνσκι ποτέ δεν το ξεπέρασε, ούτε και πρόκειται. Ομως μέχρι την τελευταία του πνοή τη δουλειά του θα την κάνει.