Η ενημέρωση από το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ξεκάθαρη: στο σημερινό συνέδριο του κόμματος αποκλειστικό θέμα συζήτησης είναι η έγκριση των υποψηφιοτήτων για την προεδρία του κόμματος, οι οποίες θα εγκριθούν ως ενιαία πρόταση. Δεν θα υπάρξει απολογισμός του εκλογικού αποτελέσματος, δεν θα υπάρξει χάραξη νέας στρατηγικής – όλα αυτά έχουν μπει σε μια σχεδόν επίσημη παύση μέχρι τη στιγμή που θα εκλεγεί, από τη βάση, ο ή η διάδοχος του Αλέξη Τσίπρα. Ισως γι’ αυτό το διακύβευμα αυτού του Σαββάτου για την αξιωματική αντιπολίτευση είναι σημαντικό -πρόκειται για το τελικό βήμα πριν από την απόφαση που θα επηρεάσει το μέλλον και την κατεύθυνση του κόμματος, με απόλυτη επίγνωση πως μπορεί το στοίχημα των αυτοδιοικητικών εκλογών να είναι πλέον ένας δύσκολος στόχος, όμως οι ευρωεκλογές θα προσφέρουν ένα πρώτο κρίσιμο τεστ για τη νέα ηγεσία.
Γιατί η επικύρωση των υποψηφιοτήτων απέκτησε ενδιαφέρον; Οι μέχρι τώρα γνωστοί υποψήφιοι (Εφη Αχτσιόγλου, Νίκος Παππάς, Στέφανος Τζουμάκας, Ευκλείδης Τσακαλώτος) δεν είχαν καταφέρει να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας στη διαδικασία με τον ίδιο τρόπο που το κατάφερε ο Στέφανος Κασσελάκης, ο πέμπτος της κούρσας. Στον ΣΥΡΙΖΑ εμφανώς δεν είναι συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους «αλεξιπτωτιστές» – τα λόγια που ακούστηκαν για τον Κασσελάκη κυρίως από την παλιά φρουρά του κόμματος ήταν σκληρά. Ομως, σε επικοινωνιακό επίπεδο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρομοιάζουν την υποψηφιότητα Κασσελάκη με αυτές που οδήγησαν στην αυξημένη συμμετοχή στην πασοκική διαδικασία, όπως εκείνη του Γιώργου Καμίνη και του Σταύρου Θεοδωράκη το 2017 – ακόμα περισσότεροι είναι όσοι θεωρούν πως ένας τέτοιος υποψήφιος ωφελεί, σε πολλά επίπεδα, και το όποιο φαβορί, όπως έκανε και στην αντίστοιχη διαδικασία της δημιουργίας του Κινήματος Αλλαγής. Οι ίδιοι δεν δίνουν πολλές πιθανότητες ο Κασσελάκης να κερδίσει στο τέλος (και λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών των συμμετεχόντων στην εκλογική διαδικασία), διαμορφώνει όμως με κάποιο τρόπο τη συζήτηση που θα γίνει μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου.
Υπό αυτή την έννοια, αυτό το Σάββατο δεν είναι μόνο η σφραγίδα σε ένα τέλος εποχής, είναι και δείγμα ενηλικίωσης ενός πολιτικού προσωπικού που παίρνει την τελευταία βαθιά ανάσα κομματικής γραφειοκρατίας προτού αποφασίσει για την επόμενη μέρα. Η τελευταία φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε αναζήτηση κατεύθυνσης ήταν όταν οι συνιστώσες του ενοποιήθηκαν και η τελευταία που βρισκόταν σε αναζήτηση ηγεσίας ήταν πριν από 13 χρόνια, με διαφορετικό ποσοστό και διαφορετικές εμπειρίες, με διαφορετικό διακύβευμα. Για την Κουμουνδούρου η περίοδος που επισήμως ξεκινάει σήμερα είναι ένα στοίχημα, στο οποίο έχει ποντάρει την ύπαρξή του και τη θέση του βασικού προοδευτικού πόλου που κέρδισε το 2012 και κατοχύρωσε το 2015. Με κύριο στόχο, υπό τη νέα ηγεσία, να δείξει ότι δεν είναι σημείο των καιρών της κρίσης και μπορεί να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία, σε ένα περιβάλλον που δεν μοιάζει καθόλου με εκείνο της πρώτης του νίκης. Ποιο θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα με το οποίο θα έρθει αντιμέτωπος; Οι εξωτερικοί παρατηρητές και οι αντίπαλοί του ποντάρουν σε μια αυτοκαταστροφική πολιτική φύση, η οποία για χρόνια ισορροπούσε με τη δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα σε ένα ευρύτερο ακροατήριο από αυτό του κόμματος του 3%. Τις τάσεις αυτοκαταστροφής τα στελέχη του κόμματος τα ονομάζουν παθογένειες, απουσία πολιτικής στόχευσης, «αρχηγικό κόμμα», αλλά και «κοινωνική συντηρητικοποίηση». Είναι κάτι απ’ όλα και μαζί, ίσως, κάτι ακόμα: η συνειδητοποίηση πως καμία αλλαγή δεν επιβάλλεται. Αρα, αν δεν την πίστεψουν, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Η ώρα της «κύριας αντιπολίτευσης»
Αύριο στο Ζάππειο, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά στην ευκαιρία που του προσφέρει ο εορτασμός της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ: να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δεύτερη φάση του εκλογικού κύκλου, με στόχο να κερδίσει πάλι τα ηνία της Δημοκρατικής Παράταξης.
Μα, υπάρχει αντιπολίτευση; Η κατάσταση διαδοχής που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ, το δεύτερο μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα, κάνει πολλούς να σχολιάζουν (δημόσια και ιδιωτικά) την απουσία μιας στιβαρής εναλλακτικής πρότασης, μιας φωνής που θα ελέγχει την κυβέρνηση όταν απαιτείται. Το μέγεθος της γαλάζιας πλειοψηφίας και ο ισχνός αριθμός των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών ομάδων θεωρητικά ενισχύουν το επιχείρημα: ο δικομματισμός, όπως τον ξέρουμε από τη Μεταπολίτευση και μετά, βρίσκεται πλέον σε φάση ρευστότητας και ο προοδευτικός πόλος έχει χάσει τον κύριο εκφραστή του.
Αύριο στο Ζάππειο, μια μέρα αφότου η αξιωματική αντιπολίτευση μπει στην τελική ευθεία για την ανάδειξη του αντικαταστάτη του Αλέξη Τσίπρα, ο Νίκος Ανδρουλάκης θα βρεθεί μπροστά στην ευκαιρία που του προσφέρει ο εορτασμός της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ: να δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δεύτερη φάση του εκλογικού κύκλου, όπου το ΠΑΣΟΚ έχει καθαρό στόχο να κερδίσει πάλι τα ηνία της Δημοκρατικής Παράταξης. Αυτό που θέλουν να αποδείξουν είναι πως ο ισχυρισμός πως «δεν υπάρχει αντιπολίτευση» είναι λανθασμένος, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι περισσότερες ευθύνες ελέγχου και προβολή προτάσεων απ’ όσες θα είχαν σε άλλη περίπτωση, ως τρίτο κόμμα. Γνωρίζοντας ότι μπορεί να κατηγορηθούν για μικρομεγαλισμό, στη Χαριλάου Τρικούπη δεν χρησιμοποιούν τον όρο «αξιωματική» για την αντιπολίτευση που θέλουν να ασκήσουν, αλλά τον όρο «κύρια». Και το μοντέλο του τρόπου που θα λειτουργούν το εφάρμοσαν για πρώτη φορά στη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για τις πυρκαγιές: μια μέρα πριν, ο Νίκος Ανδρουλάκης φιλοξένησε στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή μια σειρά από τεχνοκράτες, επιστήμονες και εθελοντές προκειμένου όχι μόνο να λάβει γνώση της κατάστασης, αλλά να δομήσει τις πασοκικές προτάσεις για τις συνέπειες της περιβαλλοντικής κρίσης και της πολιτικής προστασίας πάνω στις δικές τους παρατηρήσεις. Η ίδια συζήτηση, εξηγούν από τη Χαριλάου Τρικούπη, έφερε και αποτελέσματα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης «συνεχίζοντας την προεκλογική απαξίωση» επέκρινε τον Ανδρουλάκη για «ένδεια θέσεων», χωρίς ωστόσο να κάνει καμία αναφορά στις επτά συγκεκριμένες προτάσεις που διατύπωσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Η στρατηγική για την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ βασίζεται στο δόγμα «ένα βήμα τη φορά», ώστε μέχρι το καλοκαίρι του 2024 και τις ευρωεκλογές το πανελλαδικό ποσοστό του κόμματος να ανταποκρίνεται στους στόχους που έχουν τεθεί για την επόμενη μέρα της ελληνικής Κεντροαριστεράς. Το πρώτο είναι οι ερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές – και παρότι υπάρχουν περιφέρειες στις οποίες επικρατεί προβληματισμός για την καθυστέρηση της ανακήρυξης της επίσημης στήριξης, η κάθοδος πασοκικών υποψηφίων και στις 13 δείχνει πως η αυτονομία είναι πλέον κεκτημένο.
Το κεντρικό μήνυμα της 3ης Σεπτέμβρη, είναι πως η ισχυροποίηση του ΠΑΣΟΚ ωφελεί τη χώρα και η επαναφορά του σε θέση πρωταγωνιστή θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στον αντιπολιτευτικό λόγο που αρθρώνει. Οι συνθήκες προσφέρουν όντως σε έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής πολιτικής ζωής την ευκαιρία να διεκδικήσει και πάλι τη θέση που στερήθηκε την περίοδο της κρίσης. Ο κίνδυνος, όμως, ποιος είναι; Στη Χαριλάου Τρικούπη διατείνονται πως δεν φοβούνται τίποτα, πως ακόμα και οι κακές προβλέψεις την προεκλογική περίοδο διαψεύστηκαν στην κάλπη – σε μια λογική υποτίμησης της προσπάθειας που γίνεται στον πασοκικό χώρο. Η λογική των «βημάτων» θέλει, προφανώς, ένα καλό αποτέλεσμα τον Οκτώβριο, το οποίο θα μετρηθεί και σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ομως εκεί ίσως βρίσκεται η πραγματική παγίδα: στην όποια λιμνάζουσα κατάσταση πιθανώς προκύψει ανάμεσα σε δύο κόμματα που μάχονται για τη δεύτερη θέση, την ώρα που κανένα από τα δύο δεν αμφισβητεί την πρώτη. Τουλάχιστον για την ώρα.