«Μέσα στον Αύγουστο να περιμένεις μια είδηση-βόμβα για τον χώρο στον οποίον βρισκόμαστε». Η «προειδοποίηση», στα τέλη του περασμένου Ιουλίου, προήλθε από τα χείλη υψηλόβαθμου στελέχους του Βρετανικού Μουσείου, κατά τη διάρκεια συνάντησης στο καφέ των εργαζομένων του λονδρέζικου ιδρύματος, στη σικάτη συνοικία Μπλούμσμπερι, στο Ουέστ Εντ της βρετανικής πρωτεύουσας. Παρά τις επίμονες ερωτήσεις που ακολούθησαν, ο συνομιλητής μου αρνήθηκε να αποκαλύψει περισσότερα. «Τουλάχιστον, πες μου αν έχει σχέση με τα Γλυπτά», του λέω σε μια έσχατη προσπάθεια να αποσπάσω κάτι παραπάνω. «Ολα όσα συμβαίνουν στο Μουσείο έχουν σχέση με τα Γλυπτά – άρα και αυτό», ήταν η σιβυλλική του απάντηση.
Περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα, η «βόμβα» εξερράγη: το Βρετανικό Μουσείο ανακοίνωσε ότι εκλάπησαν περίπου δύο χιλιάδες αντικείμενα – άγνωστο πόσα εξ αυτών είναι ελληνικά – από τις αποθήκες του, ορισμένα από τα οποία κατέληξαν να πωλούνται στο eBay. Οι πρώτες κλοπές εικάζεται ότι ξεκίνησαν το 2014 – αν όχι νωρίτερα. Το σκάνδαλο έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις όταν αποκαλύφθηκε ότι η διοίκηση του ιδρύματος είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένως, ήδη από το 2020, από πρόσωπα που είχαν εντοπίσει τα προς πώληση κλεμμένα τεχνουργήματα, αλλά ολιγώρησε. Η ειρωνεία είναι ότι ο φερόμενος ως δράστης (ο ίδιος το αρνείται) ήταν επιφορτισμένος με τη διαφύλαξή τους: ο Πίτερ Τζον Χιγκς, υψηλόβαθμο, πολύπειρο και – μέχρι πρότινος – αξιοσέβαστο στέλεχος του Μουσείου, ο οποίος το 2021 ανέλαβε καθήκοντα προσωρινού επικεφαλής του Τμήματος Ελλάδας και Ρώμης, έχοντας υπό την εποπτεία του (και) τα παρθενώνια γλυπτά. Ηταν αυτός που, πέρυσι τον Μάρτιο, απέρριψε το αίτημα για σκανάρισμα των έργων του Φειδία που είχε υποβάλει το Ινστιτούτο Ψηφιακής Αρχαιολογίας (IDA) της Οξφόρδης, με σκοπό να δημιουργήσει πιστά αντίγραφά τους (κάτι που, τελικά, έκανε, παρά την απαγόρευση, παρουσιάζοντας τον περασμένο Νοέμβριο τον μαρμάρινο «κλώνο» της κεφαλής αλόγου από το τέθριππο της Σελήνης που κοσμούσε το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα). «Δεν είμαστε σε θέση να ικανοποιήσουμε το αίτημά σας», έγραφε ο Χιγκς στο απορριπτικό email που έχουν στη διάθεσή τους «ΤΑ ΝΕΑ», χωρίς να αιτιολογεί την απόφασή του.
Η αινιγματική αναφορά του ανώτερου στελέχους του Μουσείου σε (έμμεση) σύνδεση του σκανδάλου με τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποδείχθηκε πέρα για πέρα ακριβής: η υπόθεση των κλοπών επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο το ελληνικό αίτημα για την επανένωση των αριστουργημάτων της κλασικής αρχαιότητας, με ένα μπαράζ δηλώσεων από βρετανούς πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και καλλιτέχνες που καλούν το Λονδίνο να τα επιστρέψει. Σε νεότερη επικοινωνία, μετά την αποκάλυψη των κλοπών, η ίδια πηγή αποκάλυψε ότι τα ανώτερα στελέχη του ιδρύματος βρίσκονται σε «κατάσταση πανικού» («panic mode»), μετά την παραίτηση του διευθυντή του Χάρτβιχ Φίσερ και την (τουλάχιστον προσωρινή) απόφαση να απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του ο αναπληρωτής διευθυντής Τζόναθαν Ουίλιαμς. «Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της υπόθεσης, σε μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη για το Μουσείο το οποίο αναζητεί χρηματοδότηση για την υλοποίηση του μεγαλεπήβολου προγράμματος ανακαίνισης και αναμόρφωσης των συλλογών του». Παράλληλα, επιβεβαίωσε ότι διεξάγονται εσωτερικές συζητήσεις για το μέλλον των Γλυπτών. Οπως πληροφορούνται «ΤΑ ΝΕΑ», οι διαπραγματεύσεις Αθήνας – Λονδίνου συνεχίστηκαν και μέσα στο καλοκαίρι. Φαίνεται ότι έχουν διαμορφωθεί δύο στρατόπεδα στο Μπλούμσμπερι: το «κατεστημένο» του Μουσείου, που δεν θέλει ούτε να ακούσει για επαναπατρισμούς αντικειμένων, και οι «προοδευτικοί» (ή «οσμπορνικοί»), που συντάσσονται με την επιδίωξη του προέδρου του Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν να συναφθεί συμφωνία με την Ελλάδα. Στο πρώτο στρατόπεδο ανήκε και ο παραιτηθείς (κατ’ άλλους αποπεμφθείς) διευθυντής του, ο οποίος παρέμενε πιστός στη γραμμή «δεν τα δίνουμε». Στην περίφημη πια συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» – την πρώτη και τελευταία που παραχώρησε σε ελληνικό ΜΜΕ – τον Ιανουάριο 2019, ο Φίσερ είχε αποκαλέσει τη «μετατόπιση» των Μαρμάρων στο Λονδίνο «δημιουργική πράξη», ξεκαθαρίζοντας ότι το Μουσείο δεν πρόκειται να τα επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα. Είχε δε αποκλείσει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο «επ’ αόριστον δανεισμού», αλλά και γενικά οποιουδήποτε δανεισμού, εάν η χώρα μας δεν αποδεχόταν ότι τα Γλυπτά «ανήκουν» στους Βρετανούς.
Εκπρόσωπος της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου σχολίασε στα «ΝΕΑ» ότι «η θέση μας σχετικά με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα δεν έχει αλλάξει». Ωστόσο, περιέγραψε ως «εποικοδομητικές» τις διαπραγματεύσεις με την Αθήνα, τις οποίες αποκάλυψαν «ΤΑ ΝΕΑ» τον περασμένο Δεκέμβριο: «Οι συζητήσεις με την Ελλάδα σχετικά με μια Σύμπραξη για τον Παρθενώνα βρίσκονται σε εξέλιξη και είναι εποικοδομητικές. Πιστεύουμε ότι μια μακροχρόνια συνεργασία αυτού του είδους θα επιτύχει τη σωστή ισορροπία έτσι ώστε αφενός να μοιραζόμαστε τα σπουδαιότερα αντικείμενά μας με κοινά σε όλο τον κόσμο και αφετέρου να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα της μοναδικής συλλογής που διαθέτουμε στο Μουσείο». Η τελευταία φράση παραπέμπει ευθέως σε μια μορφή δανεισμού με ημερομηνία λήξης, καθώς αν το Μουσείο «αποχωριζόταν» μόνιμα κάποιο από τα εκθέματά του, αυτό θα έπληττε την «ακεραιότητα» της συλλογής του. Οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», επικαλούμενοι συνομιλητές του Οσμπορν, έγραψαν ότι ο ισχυρός άνδρας του ιδρύματος πιστεύει πως, παρά το σκάνδαλο των κλοπών, μπορεί ακόμη να υλοποιηθεί μια συμφωνία ανταλλαγής πολιτιστικών αγαθών με την Ελλάδα που θα περιλαμβάνει τα Γλυπτά. Ωστόσο, η συμφωνία που περιγράφεται δεν είναι αυτή που επιδιώκει η χώρα μας. Η βρετανική εφημερίδα κάνει λόγο για «ένα καινοτόμο σχέδιο υπό το οποίο ορισμένα από τα Γλυπτά θα δανειστούν στην Αθήνα, ενώ ελληνικοί θησαυροί θα έλθουν στο Λονδίνο ως «ενέχυρο»», υποστηρίζοντας ότι ο Οσμπορν θέλει να στείλει στην Αθήνα «ενδεχομένως το ένα τρίτο ή και περισσότερο από τα Μάρμαρα για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα».
«Τα Γλυπτά ασκούν εξαιρετική επιρροή στο αγγλικό κατεστημένο. Οι αρμόδιοι για τον πολιτισμό τρέμουν στην ιδέα ότι η Βρετανία θα διορθώσει τη μεγαλύτερη πράξη ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και πολιτιστικού βανδαλισμού στην ευρωπαϊκή ιστορία: την επιστροφή τους στην Ελλάδα», είπε στα «ΝΕΑ» ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών των Εργατικών Ντένις ΜακΣέιν. «Οι κλοπές στο Βρετανικό Μουσείο δεν μπορούν να συγκριθούν με τον βανδαλισμό και την κλοπή των Γλυπτών από τον Ελγιν. Η πράξη του είναι μια από τις πιο συγκλονιστικές και μεγαλύτερες κλοπές στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης, η οποία στη συνέχεια έλαβε την κάλυψη της βρετανικής κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου» σχολίασε στα «ΝΕΑ» η δρ Κρις Τίτγκατ, πρόεδρος του Διεθνούς Συνδέσμου για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα (IARPS). Και τόνισε: «Αυτό μπορεί να αποκατασταθεί μόνο με την επανένωση των Μαρμάρων – ας ελπίσουμε ότι το Βρετανικό Μουσείο τα φροντίζει και τα προστατεύει προσεκτικά σήμερα – στην Ελλάδα που τα διεκδικεί εδώ και σχεδόν 200 χρόνια». Από την πλευρά του, ο λόρδος Εντ Βέιζι, πρόεδρος του οργανισμού Parthenon Project και πρώην υφυπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας, εμφανίστηκε, μιλώντας στα «ΝΕΑ», βέβαιος ότι «το περιστατικό αυτό δεν θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Μια λύση win-win, υπό την οποία τα Γλυπτά θα επανενωθούν στην Αθήνα και άλλα ελληνικά αριστουργήματα θα αποστέλλονται στο Βρετανικό Μουσείο, εξακολουθεί να βρίσκεται στο τραπέζι».
Τον «πολύ μεγάλο αντίκτυπο» των κλοπών στην υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα υπογράμμισε, με δηλώσεις του στα «ΝΕΑ», ο διακεκριμένος βρετανός δικηγόρος Μαρκ Στίβενς. «Τα Μάρμαρα, όπως αναγνωρίζεται διεθνώς, δεν ανήκαν ποτέ στη Βρετανία. Νομίζω ότι η προσδοκία της βρετανικής κοινής γνώμης είναι ότι θα επιστραφούν στην Ελλάδα», είπε ο Στίβενς, ο οποίος θεωρείται αυθεντία σε ζητήματα διαχείρισης πολιτιστικών αγαθών. «Το σκάνδαλο των κλοπών είναι ταπεινωτικό για το Βρετανικό Μουσείο. Καταδεικνύει ότι δεν είναι ένα ασφαλές μέρος για τη διατήρηση έργων τέχνης. Αναμφίβολα, η υπόθεση θα ασκήσει πολύ μεγαλύτερη πίεση στο Μουσείο προκειμένου να επιστρέψει τα Μάρμαρα», τόνισε. «Πιστεύω ότι τα σκεπτόμενα στελέχη του Μουσείου, αλλά και η βρετανική κυβέρνηση, έχουν από καιρό αναγνωρίσει την επείγουσα ανάγκη για επιστροφή των Μαρμάρων στην Αθήνα, αλλά ανησυχούσαν για τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε μια τέτοια κίνηση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, πολλές χώρες επιστρέφουν σημαντικά αντικείμενα στους τόπους προέλευσής τους, κάτι που υποστηρίζει και η κοινωνία. Επομένως, οι επίτροποι του Μουσείου δεν πρόκειται να δεχθούν επικρίσεις για την επιστροφή των Γλυπτών», σημείωσε ο Στίβενς, ο οποίος ειδικεύεται στο δίκαιο των μουσείων και έχει ασχοληθεί διεξοδικά με την υπόθεση.