Εχει εργαστεί ως επιμελήτρια και βοηθός επιμελήτρια στο Palais de Tokyo του Παρισιού και στο εργαστήριo φιλοξενίας καλλιτεχνών Pavillon του ίδιου ιδρύματος (2017-2019), στον ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό χώρο DOC! στο Παρίσι (2017-2019) και στο Orange Rouge στην ίδια πόλη (2018-2021), έναν εκπαιδευτικό οργανισμό που φέρνει κοντά καλλιτέχνες και εφήβους με νοητικές αναπηρίες στο πλαίσιο της συνδημιουργίας έργων τέχνης. Ως φιλοξενούμενη επιμελήτρια σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα και δημόσιους χώρους, έχει πραγματοποιήσει ομαδικές εκθέσεις με άξονα τις νέες παραγωγές που προκύπτουν από συλλογικές διαδικασίες και ανταλλαγές (με την υποστήριξη του Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ και του υπουργείου Πολιτισμού Ελλάδας, μεταξύ άλλων).
Συναντηθήκαμε στο Δημαρχείο της Ερμούπολης, στον ισόγειο χώρο έξω από τα γραφεία της Εισαγγελίας Σύρου, όπου η Εύα Βασλαματζή βοηθούσε την καλλιτέχνιδα Μαλβίνα Παναγιωτίδη στην εγκατάσταση του έργου της «The mornings grow silent». Ενός έργου το οποίο είχε ως εκκίνηση το σχέδιο μιας αράχνης σε ένα παλιό πιάτο φτιαγμένο σε υαλουργείο της Ερμούπολης του 19ου αιώνα κι έφτανε σε μία σύνθεση γλυπτών από μέταλλο και φυσητό γυαλί για να ασχοληθεί με προβληματισμούς του παρόντος. Πολλούς από τους οποίους η Εύα Βασλαματζή ως επιμελήτρια του «The mornings grow silent» προσέγγιζε καίρια αλλά και ποιητικά αναπτύσσοντας με συναισθηματική διαίσθηση το επιμελητικό κείμενό της για την έκθεση αυτή.
Ως μία νέα επιμελήτρια τι φέρνεις στον χώρο της τέχνης και της επιμελητικής πρακτικής;
Εκανα την κλασική διαδρομή ξεκινώντας με Θεωρία και Ιστορία της Τέχνης στην Καλών Τεχνών στην Αθήνα και με μεταπτυχιακές σπουδές στη φιλοσοφία της τέχνης και την επιμέλεια εκθέσεων στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αλλά μέσα στο πολύ αυστηρό ακαδημαϊκό γαλλικό σύστημα κατάλαβα ότι κάτι δεν μου πήγαινε. Επίσης στα Ιωάννινα, πριν από την Καλών Τεχνών της Αθήνας, έκανα καλές τέχνες και ασχολήθηκα πολύ με φωτογραφία, σκοτεινό θάλαμο, βίντεο και μοντάζ. Κράτησα την τεχνική του μοντάζ και τη χρησιμοποίησα στην επιμέλεια καθώς είναι μεγάλη χαρά για μένα να φέρνω κοντά έργα όπως όταν κατά τη διαδικασία του μοντάζ συνθέτεις εικόνες.
Ποιο είναι το πιο αντιπροσωπευτικό σου παράδειγμα «μοντάζ τέχνης» που έχεις παρουσιάσει στο κοινό;
Η Στοά Καΐρη στην Αθήνα. Θα το έλεγα πρωτόκολλο εργασίας παρά έκθεση. Το έκανα επειδή ήθελα να συμμετέχω σε αυτό και ως καλλιτέχνις. Κάλεσα εικαστικούς και μία χορογράφο με σκοπό περισσότερο να συναντιόμαστε στη στοά για να συζητάμε. Από τη διαδικασία αυτή προέκυψε μία περφόρμανς – διαδρομή μιας χορεύτριας η οποία σε οδηγούσε μέσα στους χώρους της στοάς για να δεις τα σημεία που είχαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενας από τους πιο ενδιαφέροντες σταθμούς ήταν ένα κατάστημα οπλουργείου. Η συγκεκριμένη στοά επιλέχθηκε όχι τόσο επειδή είχε κάποια εξαίρετη ιστορία όσο για το ότι είναι η μόνη στοά στο κέντρο της Αθήνας που εξακολουθεί να διατηρεί τον εμπορικό της χαρακτήρα και να μην έχει μετατραπεί σε τουριστικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις. Από αυτή τη διαπίστωση ξεκίνησε ο προβληματισμός μας για την τουριστικοποίηση που έχει αλλάξει τη γύρω περιοχή. Το καλλιτεχνικό ντουέτο των Vaskos το απέδωσε νοσταλγικά, η Αναστασία Δούκα γλυπτικά με ένα τραπέζι που είχε χαρακτηριστικά performative αντικειμένου.
Και το δικό σου καλλιτεχνικό βάπτισμα έγινε μέσα στη Στοά Καΐρη;
Με ένα βίντεο που συγκέντρωσε όλες τις φάσεις των συναντήσεών μας. Θα το έλεγα επιμελητική υποσημείωση παρά έργο. Στο βίντεο αυτό συνέδεσα τις συζητήσεις των καλλιτεχνών και τις συνεντεύξεις των ανθρώπων που σχετίζονταν με τη λειτουργία της στοάς.
Μιλάμε για μια περιοχή του κέντρου όπου παρακμή και αθλιότητα συγκατοικούν με διάφορα boutique hotels. Η τέχνη τι μπορεί να κάνει σε αυτήν την περίπτωση;
Αισθάνομαι ότι είναι σημαντικό να υπάρχει άλλη φωνή. Οποιαδήποτε καλλιτεχνική φωνή στον δημόσιο χώρο αντισταθμίζει αυτόν τον παράγοντα.
Και τα ξενοδοχεία μέσα στην πόλη αυτή τη στιγμή παίζουν έναν ρόλο εκθεσιακού χώρου φιλοξενώντας έργα νέων καλλιτεχνών.
Νομίζω ότι αυτό είναι καλό. Δεν θα κάνω ακτιβισμό γιατί δεν είναι του είδους μου. Αλλά πρέπει να γίνεται και κάτι διαφορετικό από το μοντέλο ανάπτυξης μέσω του τουρισμού.
Επόμενη κίνηση;
Ενα residency στο Onassis Air για τους ανθρώπους που διατηρούν ενεργούς παλιούς χώρους. Καθώς το ιστορικό κέντρο της Αθήνας αλλάζει ραγδαία μέσα από τις διεργασίες της τουριστικοποίησης και του εξευγενισμού, μια παράλληλη έκφραση της χειρωνακτικής εργασίας επιμένει να αναπτύσσεται σε μικρές βιοτεχνίες και εργαστήρια. Η αντίστασή τους στο πέρασμα του χρόνου – συχνά καρπός της γενεαλογικής συνέχισης της οικογενειακής επιχείρησης – λειτουργεί ως αντίρροπη δύναμη ενάντια στην αναπτυξιακή ροή, προσφέροντας καταφύγιο στις τελετουργίες και στα απομεινάρια παλαιότερων εμπειριών της πόλης. Η ιδέα προέκυψε από τη γνωριμία μας με τον ιδιοκτήτη του οπλουργείου της Στοάς Καΐρη. Με ενδιαφέρουν οι καλτ περσόνες οι οποίες δυστυχώς σπανίζουν, για να μην πω ότι έχουν εξαφανιστεί. Ξεκινώ μία έρευνα για αυτούς που χρόνια κάνουν το ίδιο πράγμα και στη συνέχεια θα προσπαθήσω να τους ζευγαρώσω με καλλιτέχνες για να τους παρουσιάσω ως δημιουργικά ζευγάρια.
Ακούγεται σαν το αρχέτυπό σου να είναι το προξενιό της «Θείας από το Σικάγο» στο πιο pop.
Εχει ενδιαφέρον το παράταιρο ντουέτο καλλιτεχνών που ο επιμελητής τούς φέρνει κοντά να γνωριστούν μέσα από τα χάσματά τους. Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι να αποκαλύψει τις δυνατότητες συμβίωσης μεταξύ των διαφορετικών γενεών και την κοινή ρίζα της δημιουργικότητας που μοιράζονται η τέχνη και η χειροτεχνία.
Πώς ορίζεις την καλτ περσόνα;
Είναι κάποιος που κάνει το ίδιο πράγμα σε επανάληψη και το απολαμβάνει στο έπακρο. Είναι άνθρωποι που ζουν στο παρελθόν, έχουν νοσταλγία γι’ αυτό και το φέρνουν στα ρούχα τους, στην ομιλία τους. Σίγουρα σε μαγνητίζουν για να σε τραβήξουν στον κόσμο τους.
Πιστεύεις ότι η επιμελητική πρακτική είναι μία άλλη μορφή περφόρμανς;
Υπάρχουν ανάμεσά μας παραδείγματα επαγγελματιών στην επιμέλεια τέχνης που αρέσκονται να συγκεντρώνουν την προσοχή πάνω τους παρά στον καλλιτέχνη και το έργο του. Προσωπικά έχω καταλήξει στο ότι θα ετοιμάζω και θα διαβάζω το σκεπτικό μου στην παρουσίαση μιας έκθεσης ή ενός καλλιτέχνη.
Πριν από την επιστροφή σου στην Αθήνα είχες εργαστεί στο Παρίσι στο Palais de Tokyo. Ποια είναι η εμπειρία που μετέφερες από εκεί;
Το Palais de Tokyo με διαμόρφωσε πολύ γιατί είναι ένα μουσείο χωρίς συλλογές. Είναι ένα άδειο κέλυφος και υπήρχε πολλή τρέλα. Σε μάθαινε να αφεθείς στο όραμα του καλλιτέχνη. Μάλιστα διάβαζα πρόσφατα τη βιογραφία του Βίλεμ Σάντμπεργκ, διευθυντή του Μουσείου Στέεντλικ στο Αμστερνταμ. Εδινε τα κλειδιά του μουσείου στους καλλιτέχνες, έφευγε διακοπές και επέστρεφε μία μέρα πριν από τα εγκαίνια. Είχε εμπιστευτεί τον χώρο του μουσείου στον Ζαν Τιγκελί και στη γυναίκα του Νίκι ντε Σεν Φαλ να φτιάξουν εκεί το δικό τους σύμπαν. Εντάξει, δεν λέω ότι μπορεί να γίνεται αυτό σήμερα γιατί η εποχή μας έχει αλλάξει από τα χρόνια του ’60-’70 όταν ο Σάντμπεργκ διηύθυνε ένα μουσείο τέχνης.
Μια που το αναφέρεις, ένας διευθυντής μουσείου σήμερα σε σύγκριση με μια φυσιογνωμία όπως ο Βίλεμ Σάντμπεργκ καλείται να είναι περισσότερο τεχνοκράτης; Ενας ικανός τεχνοκράτης που διαχειρίζεται χρήματα παρά τέχνη και οράματα καλλιτεχνών;
Σίγουρα είναι πιο τεχνοκράτης σήμερα. Αλλά νομίζω έχουν γίνει τεχνοκρατικά για όλους τα πράγματα και με την καλή έννοια. Δηλαδή ότι οι καλλιτέχνες πληρώνονται πολύ καλά πλέον. Ή προσπαθούμε για αυτό. Βέβαια υπάρχουν καλλιτέχνες που ξέρουν να κάνουν τις αιτήσεις και είναι πιο εύκολο να πάρουν χρήματα, ενώ άλλοι που είναι πιο καλοί αλλά δεν ξέρουν τον μηχανισμό να λαμβάνουν χρήματα.
Ο επιμελητής είναι εκείνος που βρίσκει χρήματα γι’ αυτούς;
Δίνει βοήθεια στα γραφειοκρατικά. Πρέπει να τα βρεις. Νομίζω ότι πλέον ντρεπόμαστε να καλούμε χωρίς να τους εξασφαλίσεις ένα ποσό παραγωγής και μία αμοιβή. Ακόμα και αν δεν έχεις μουσείο από πίσω και είσαι μια ανεξάρτητη κατάσταση. Προσπαθούμε πολύ να σταματήσει αυτή η συμπεριφορά εκμετάλλευσης των καλλιτεχνών. Μπορεί να είναι ένα συμβολικό ποσό. Σημασία έχει να μην πεις στον καλλιτέχνη να κάνει έργο τζάμπα. Βλέπω και το άλλο παράδειγμα αυτών που κάνουν πολλές εκθέσεις χωρίς να πληρώνουν. Είναι προτιμότερο να μην τις κάνεις αν δεν έχεις προϋπολογισμό. Εκτός αν πραγματικά είναι τόσο κοντινοί σου οι καλλιτέχνες και θέλουν πάρα πολύ να είναι ένα κομμάτι με το οποίο εξελίσσεστε μαζί. Υπάρχει και αυτό.