Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι τον Ντόναλντ Τραμπ; Αντιμετωπίζει 91 κακουργηματικές κατηγορίες, σε τέσσερις διαφορετικές υποθέσεις, κατηγορείται ούτε λίγο ούτε πολύ για εσχάτη προδοσία, κι εντούτοις έχει καταφέρει να τους πείσει πως όλα αυτά είναι ένα πολιτικοποιημένο «κυνήγι μαγισσών» με στόχο όχι μόνο τον ίδιο, αλλά κι εκείνους – πώς γίνεται;
Με αυτό το δύσκολο ερώτημα καταπιάστηκε τις προάλλες το CNN επιχειρώντας να εξηγήσει, σε μακροσκελή ανάλυσή του, τα (φαινομενικά) ανεξήγητα. Υπάρχουν, επεσήμανε, και άμεσα και πιο μακρινά στον χρόνο αίτια. Καταρχήν, οι περισσότεροι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι λαμβάνουν τις πληροφορίες τους μέσα από μία συντηρητική μιντιακή φούσκα που απαξιώνει και απορρίπτει, σχεδόν καθολικά, τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζει ο πρώην πρόεδρος και υποψήφιος επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και, πέρα από τους Κρις Κρίστι, Εϊζα Χάτσινσον και Γουίλ Χερντ, τρεις υποψήφιους στην περιφέρεια της κούρσας για το ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα, σχεδόν κανένα άλλο μεγαλοστέλεχος του κόμματος δεν έχει υπερασπιστεί τις έρευνες, ίσα ίσα. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον, πιο προσωπικός λόγος για τον οποίο μια πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων λένε ότι εμπιστεύονται τον Τραμπ να τους πει την αλήθεια περισσότερο και από ό,τι τους «φίλους και συγγενείς τους»: πολλοί από αυτούς έχουν τσακωθεί στο παρελθόν με φίλους και συγγενείς εξαιτίας, ακριβώς, της αγάπης τους για τον Τραμπ, υιοθετούν λοιπόν αμέσως αμυντική στάση, σπεύδουν ενστικτωδώς να τον υπερασπιστούν – ειδάλλως, θα ακύρωναν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Κάθε αρρωστημένη «αγάπη», ωστόσο, χρειάζεται το απαραίτητο υπόβαθρο, κι αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση άρχισε να χτίζεται ήδη από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970: τα θυελλώδη γεγονότα της περιόδου εκείνης – από το Βιετνάμ έως το Γουότεργκεϊτ και τη δολοφονία ηγετικών προσωπικοτήτων – έπληξαν σοβαρά την εμπιστοσύνη τόσο των Ρεπουμπλικανών όσο και των Δημοκρατικών ψηφοφόρων στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, και αυτό δεν διορθώθηκε πραγματικά ποτέ. Τη δεκαετία του 1980, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν προσέθεσε ακόμα ένα τούβλο στο τείχος της καχυποψίας, ειδικά μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, με το επιχείρημά του πως η κυβέρνηση δεν ήταν η λύση αλλά το πρόβλημα. Οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες επιβολής του νόμου έμειναν βέβαια αρχικά στο απυρόβλητο, αλλά αυτό άλλαξε όταν κλιμάκωσε τις επιθέσεις εναντίον τους, αντιμετωπίζοντάς τες ως απειλή για την ελευθερία των μελών της, η πανίσχυρη NRA, το «λόμπι των όπλων».
Τα ώτα ήταν λοιπόν ήδη ευήκοα όταν άρχισαν να βομβαρδίζονται από τις καταγγελίες των Τραμπ και Σία για ένα «βαθύ κράτος» – στο οποίο προστέθηκαν με τον καιρό ένα σωρό «εχθρικές» δυνάμεις, από τα μίντια και τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας μέχρι τους διαδηλωτές του Black Lives Matter και τις ακτιβίστριες του #MeToo – που συνωμοτεί κατά των συντηρητικών. Γιατί ήδη επιτελούνταν ένας δημογραφικός και πολιτικός μετασχηματισμός ο οποίος έκανε πολλούς συντηρητικούς να καταφύγουν στη θυματοποίηση: το μεγαλύτερο κομμάτι της αμερικανικής ιστορίας, οι λευκοί χριστιανοί και οι λευκοί χωρίς πτυχίο πανεπιστημίου αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Τον 21ο αιώνα, ωστόσο, και οι δύο ομάδες έπεσαν για πρώτη φορά κάτω από το 50%. Μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, το άγχος που προκαλεί αυτή η δημογραφική και πολιτισμική αλλαγή μοιάζει να ενίσχυσε την αποξένωση από τους θεσμούς με τον ίδιο τρόπο που ενισχύει τους κυκλώνες η κλιματική αλλαγή. Πολλές δημοσκοπήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν διαπιστώσει πως οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι γενικά, και οι υποστηρικτές του Τραμπ ειδικότερα, πιστεύουν ότι κινδυνεύουν περισσότερο να αντιμετωπίσουν διακρίσεις από ό,τι ομάδες που ιστορικά και αποδεδειγμένα έχουν αντιμετωπίσει τις περισσότερες διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, των γυναικών και των ΛΟΑΤ+.
Τα ζητήματα που έχουν προκύψει τα τελευταία επτά χρόνια αναφορικά με τη φυλή και το φύλο (Τζορτζ Φλόιντ, #MeToo κ.ο.κ.) είναι άβολα. Και στον κόσμο δεν αρέσει να νιώθει άβολα. Δεν του αρέσει να νιώθει ότι κατηγορείται, ότι είναι υπόλογος. Ο Τραμπ γιατρεύει αυτά τα συναισθήματα. Είναι ο ταχυδακτυλουργός που κάνει την αμηχανία των ανθρώπων αυτών να εξαφανίζεται, και κατόπιν τους δίνει κάτι να θυμώνουν, κάτι που τους κάνει να νιώθουν ηθικοί και δίκαιοι και ανώτεροι. Και κάπως έτσι, τούβλο το τούβλο, φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Οσο λοιπόν παράλογα και αν μοιάζουν κάποια πράγματα, στην πραγματικότητα υπάρχουν λογικές εξηγήσεις για όλα – όλα όμως, από τη λατρεία του Τραμπ μέχρι την ανοησία όσων συμπατριωτών μας κάνουν ουρές έξω από τα αστυνομικά τμήματα προκειμένου να ανανεώσουν τις παλιές τους ταυτότητες ώστε να αποφύγουν το «τσιπάρισμα» των καινούργιων, και από τον κυνισμό όσων επιστρατεύουν ασύμμετρους κινδύνους, υβριδικούς πολέμους και φυσικά την «απειλή» της μετανάστευσης ως άλλοθι για την αναποτελεσματικότητά τους στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών μέχρι την τυφλότητα όσων έκλειναν και συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια μπροστά στην τραγωδία που εκτυλισσόταν επί 17 ημέρες στον Εβρο, υποβαθμίζοντας ποικιλοτρόπως το γεγονός ότι έγιναν στάχτη περισσότερα από 930.000 στρέμματα γης, ότι κάηκαν τόσοι άνθρωποι, ότι συντελέστηκε μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Το ερώτημα είναι: σε έναν κόσμο τυφλών, τι κάνεις όταν βλέπεις; Εκτός, φυσικά, από το να μελαγχολείς;