«Πιστεύω ότι η Ευρώπη φοβάται» δηλώνει η Ανιέσκα Χόλαντ. «Οι ηγέτες όλων των χωρών της Ευρώπης φοβούνται μην τυχόν και χάσουν την άνετη ζώνη στην οποία έχουν συνηθίσει επί δεκαετίες να ζουν.

Ξέρω ότι δικτάτορες όπως ο κ. Πούτιν αντιλήφθηκαν πολύ καλά αυτό το αδύναμο σημείο της ευρωπαϊκής συνείδησης και ότι το χρησιμοποιούν ως εργαλείο για την πρόκληση σύγχυσης και τρόμου, με το να υποστηρίζουν όλο και πιο αποτελεσματικά τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στην Ευρώπη.

Νιώθω ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, που μετά τον Β’ Παγόσμιο Πόλεμο υπήρξε το παιδί της αφύπνισης της ευρώπαϊκής συνείδησης, φοβάται να ασχοληθεί αποτελεσματικά με το μεταναστευτικό πρόβλημα. Από τη μια πλευρά οι κυβερνήσεις ξέρουν πολύ καλά ότι το πρόβλημα θα οξύνεται διαρκώς και από την άλλη ξέρουν επίσης ότι τα μέσα που χρησιμοποιούν για το αντιμετωπίσουν δεν είναι αποτελεσματικά. Δεν πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα με το να στοιβάζεις μετανάστες σε κέντρα κράτησης, ούτε με το να τους διώχνεις όπως όπως από τη χώρα σου.

Ολα αυτά δεν είναι παρά λύσεις τσιρότα σε μια μεγάλη, ανοιχτή πληγή. Και όλα συνθέτουν ένα ευρωπαϊκό πρόσωπο παραμορφωμένο και απάνθρωπο».

Η πολωνή σκηνοθέτρια, που βρίσκεται στο Φεστιβάλ Βενετίας για να παρουσιάσει την τελευταία ταινία της «Πράσινο σύνορο» (Green border) (εντός διαγωνισμού και με πιθανότητες κάποιου βραβείου), έδωσε την παραπάνω απάντηση σε σχετική ερώτηση των «ΝΕΩΝ» αναφορικά με το «νέο πρόσωπο της Ευρώπης», στο οποίο η ίδια είχε αναφερθεί λέγοντας ότι θα προκύψει μετά την κρίση του Μεταναστευτικού που ξεκίνησε το 2014.

Ενα κομμάτι των συνεπειών αυτής της μεταναστευτικής κρίσης άλλωστε αποτελεί το θέμα της ταινίας «Πράσινο σύνορο», που παρουσιάζει αυτές τις συνέπειες μέσα από τρεις διαφορετικές σκοπιές: πρώτον, από τη σκοπιά των ίδιων των μεταναστών, μιας οικογένειας Σύρων που προσπαθεί με κάθε τρόπο (και όχι χωρίς απώλειες) να βρεθεί στον παράδεισο της Ευρώπης.

Δεύτερον, από τη σκοπιά των στρατιωτικών που υπηρετούν στα σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας και ζουν από πρώτο χέρι το πρόβλημα ακολουθώντας με αυστηρότητα τις οδηγίες των κυβερνήσεών τους. Και, τρίτον, από τη σκοπιά μιας ομάδας πολωνέζων ακτιβιστριών που κάνουν ό,τι μπορούν για να προσφέρουν απλή ανθρώπινη βοήθεια σε αυτούς που τη χρειάζονται γιατί βρίσκονται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

Σκληρή, ωμή και συγχρόνως σημαντική ταινία, δεν «χαϊδεύει» καμία κατάσταση και δυστυχώς παρουσιάζει την ανθρώπινη κτηνωδία σε όλο της το… μεγαλείο.

Η Χόλαντ δεν θα πει «όχι» στη σπίθα της ελπίδας, όμως όλη η ταινία (που βεβαίως στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και σε μια μεγάλη έρευνα που η σκηνοθέτρια πραγματοποίησε μαζί με τους συνεργάτες της) έχει μια πολύ δυσάρεστη, πεσιμιστική εικόνα.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ηθοποιός Μάγια Οστάζεβσκα που πρωταγωνιστεί στην ταινία, παίζοντας την «αρχηγό» της ομάδας των ακτιβιστριών, έχει υπάρξει η ίδια ακτιβίστρια ειδικευμένη σε μεταναστευτικά ζητήματα, οπότε, όπως η Χόλαντ ανέφερε, ήταν και η βασική σύμβουλός της στα γυρίσματα του «Πράσινου συνόρου».

Η υποχρέωση του σινεμά

«Με αυτή την ταινία δεν θέλησα να κάνω κανενός είδους προπαγάνδα» είπε η Χόλαντ.

«Θέλησα απλώς να δείξω πού βρίσκεται η Ευρώπη σήμερα.

Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση του κινηματογράφου να επισημαίνει όλα αυτά τα θέματα που αφορούν την παγκόσμια κοινότητα, διότι αν δεν το κάνει πολύ φοβάμαι ότι θα χαθεί διά παντός η ηθική και καλλιτεχνική δύναμή του. Δεν μπορώ να ξέρω τι μπορεί να γίνει για την επίλυση όλων αυτών των θεμάτων γύρω από το μεταναστευτικό ζήτημα – που γίνεται ακόμα χειρότερο αν προσθέσουμε και εκείνο της κλιματικής αλλαγής.

Αυτό που ξέρω και μπορώ να πω είναι ότι αν η Ευρώπη εξακολουθήσει να πηγαίνει προς την κατεύθυνση που πηγαίνει, τότε ο πολιτισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ίδια η δημοκρατία και όλα αυτά για τα οποία έχουν γίνει τόσοι αγώνες θα εξαφανιστούν. Οσοι θα έρχονται σε αυτή την ήπειρο θα σκοτώνονται από εμάς τους Ευρωπαίους».