Οι κωλοτούμπες ήταν αμοιβαίες: ο Βασίλης Στίγκας πήρε πίσω τους χαρακτηρισμούς περί «Greek Mafia», «Δον Κορλεόνε» και υπόγειων διασυνδέσεων των βουλευτών των «Σπαρτιατών» με τον έγκλειστο Δομοκού Ηλία Κασιδιάρη και εκείνοι ζήτησαν «συγγνώμη» για την απρέπεια να τον αφήσουν μόνο τους στα έδρανα της Ολομέλειας, δηλώνοντας τη στήριξή τους στο πρόσωπό του.
Οι τρεις διαγραφέντες και οι δύο ανεξάρτητοι επέστρεψαν, αν όχι τυπικά επί της ουσίας, στο «μαντρί» της Κοινοβουλευτικής Ομάδας για να συνεχιστεί η άτυπη συνθήκη ύπαρξης των «Σπαρτιατών» – η τυπική τους ηγεσία, δηλαδή ο Στίγκας, βρίσκεται εντός Βουλής και η πραγματική εκτός, σε ένα (σχεδόν) αρμονικό modus vivendi.
Η κατάθεσή του και τα λεγόμενα του Στίγκα στα σκαλάκια του Αρείου Πάγου οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: μπροστά στο ενδεχόμενο «κόψιμο» της χρηματοδότησης ή, χειρότερα, στην «έξωση» του κόμματος από τη Βουλή, οι δύο πλευρές των «Σπαρτιατών» έλυσαν τις διαφορές τους.
Το παζάρι κράτησε αρκετά εικοσιτετράωρα, όμως ο ακροδεξιός εμφύλιος κόπασε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Από την πλευρά του, ο Στίγκας κάνει δημόσια τα πάντα για να πείσει πως οι μαφιόζικες μέθοδοι που κατήγγειλε δεν είχαν σχέση ούτε με τους βουλευτές του ούτε με τον Δομοκό.
«Η στάση μας ήταν πάντα στο πλευρό των θεσμών και του δημοκρατικού πολιτεύματος, υπέρ του ελληνικού πατριωτικού εθνικισμού και εναντίον οποιουδήποτε ολοκληρωτικού ξενόφερτου καθεστώτος και ιδεολογίας» δήλωσε, από την πλευρά της, σύσσωμη η εντεκάδα που πριν από λίγες μέρες ήταν έτοιμη να διαγραφεί ή να δηλώσει ανεξάρτητη επειδή ο Στίγκας δεν στήριζε επαρκώς τον γνωστών πεποιθήσεων Κασιδιάρη.
Η επιχορήγηση
Η αναδίπλωση βέβαια καμία σχέση με πολιτική σύγκλιση δεν έχει, γιατί δεν υπήρχε ποτέ ιδεολογική διαφοροποίηση. Το ζήτημα που είχε προκύψει αφορούσε αποκλειστικά τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού και των οργάνων του κόμματων μέσα από τα οποία περνάει η κρατική επιχορήγηση.
Εκεί εδράζονται και οι όποιες πολιτικές διαφωνίες έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα: πριν από λίγες μέρες οι βουλευτές διατείνονταν πως ο Στίγκας είχε επιχειρήσει να αλλάξει το «παρών» στην εκλογή του Κώστα Τασούλα σε «ναι», ενώ το «ναι» των «Σπαρτιατών» στην επιτροπή για την ψήφο των αποδήμων έγινε «παρών» ύστερα από πίεση των βουλευτών στην ηγεσία του κόμματος, αλλά και δημόσια πίεση από ψηφιακά κανάλια που ομνύουν στο όνομα του Κασιδιάρη.
Οι πραγματικές έριδες, βέβαια, ξεκίνησαν όταν οι βουλευτές, που πίεζαν για τη διεξαγωγή συνεδρίου στο οποίο θα τοποθετούσαν όχι μόνο οικονομική επιτροπή, αλλά ακόμα και πρόεδρο της αρεσκείας Κασιδιάρη, συνειδητοποίησαν πως τα πρώτα χρήματα της έκτακτης εκλογικής επιχορήγησης, περί τα 40.000 ευρώ, είχαν εκταμιευθεί χωρίς τη δική τους γνώση από τον Στίγκα.
Ζήτημα επιβίωσης
Μπροστά στην εισαγγελική παρέμβαση για διασυνδέσεις με εγκληματική οργάνωση, οι δύο πλευρές επέλεξαν, ως το λιγότερο κακό σενάριο, να συνεχίσουν τη συμβίωσή τους.
Η κυβέρνηση είχε αφήσει, μέσω του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Παύλου Μαρινάκη, όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, τόσο για το «κόψιμο» της χρηματοδότησης κατά τα πρότυπα της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή το 2013 όσο και για την αλλαγή του κανονισμού της Βουλής που θα έφερνε αλλαγή του αριθμού των βουλευτών που απαιτούνται για τη σύσταση κοινοβουλευτικής ομάδας.
Καταλύτης για τις εξελίξεις θα ήταν, σε κάθε περίπτωση, η κατάθεση του Στίγκα στον Αρειο Πάγο. Πλέον, ο τυπικός πρόεδρος των «Σπαρτιάτων» κρατιέται από το γεγονός ότι ποτέ δεν είπε ξεκάθαρα (παρά μόνο υπονόησε) πως οι βουλευτές του λαμβάνουν εντολές από τον Δομοκό.
Πετώντας το γάντι, επί της ουσίας, σε όσους ήλπιζαν πως η φαιδρότητα των ακροδεξιών κοινοβουλευτικών εκπροσώπων θα κέρδιζε την ανάγκη τους για επιβίωση.