Η φαρσοκωμωδία των «Σπαρτιατών» ξεκίνησε όταν η (υποτίθεται) ιδεολογική διαφωνία ανάμεσα στην τυπική και την πραγματική τους ηγεσία έφερε τη ρήξη μεταξύ του Βασίλη Στίγκα και της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Εληξε όταν αυτή η ρήξη, που στην πραγματικότητα αφορούσε τον έλεγχο του κομματικού μηχανισμού και τη διαχείριση της κρατικής χρηματοδότησης, κόντεψε να οδηγήσει σε ποινικά μπλεξίματα.
Οι χαρακτηρισμοί «Greek mafia» και «Δον Κορλεόνε», αλλά και οι υπαινιγμοί του Στίγκα για υπόγειες διασυνδέσεις των βουλευτών με εξωκοινοβουλευτικά κέντρα (που έχουν διεύθυνση στον Δομοκό) είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παρέμβαση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αλλά και την επαναφορά της συζήτησης για πιθανή έξωση του κόμματος από τη Βουλή: η κυβέρνηση άφηνε όλα τα σενάρια κοινοβουλευτικών κυρώσεων ανοιχτά, ενώ η αντιπολίτευση ζητάει και τώρα αναστολή της χρηματοδότησης στα πρότυπα της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή.
Μετά από ολιγοήμερο παζάρι, οι «Σπαρτιάτες» έλυσαν τις διαφορές τους με αμοιβαίες υποχωρήσεις και «συγγνώμες» που φαίνονται, αλλά και συμφωνίες που δεν φαίνονται – το διαδικτυακό υβρεολόγιο για τη στάση του Στίγκα όλο αυτό το διάστημα και τα 40.000 ευρώ της εκλογικής επιχορήγησης που τον κατηγορούσαν ότι καταχράστηκε έχει εξαφανιστεί, ενώ εκείνος επιμένει να στηρίζει την υποψηφιότητα του Ηλία Κασιδιάρη για τον δήμο της Αθήνας – στο πλαίσιο του «δούναι και λαβείν» της στήριξης που του παρείχε ο καταδικασμένος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης πρώην χρυσαυγίτης.
Παράθυρο για τις ευρωεκλογές.
Το πραγματικό πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός πως οι χειρισμοί των «Σπαρτιατών» αποδεικνύουν πως ο Κασιδιάρης επί της ουσίας πέρασε κάτω από το ραντάρ του θεσμικού εμποδίου που μπήκε στις προηγούμενες εθνικές εκλογές και επιχειρεί, με κοινοβουλευτική πλέον στήριξη, να αφήσει πολιτικό αποτύπωμα στον δήμο όπου για πρώτη φορά παρατηρήθηκε η άνοδος της Χρυσής Αυγής την περίοδο της κρίσης.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση, παρά τα σχετικά αιτήματα και τις τροπολογίες που κατατέθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, δεν έδειξε πρόθεση να συμπληρώσει την ισχύουσα νομοθεσία για την Αυτοδιοίκηση, η οποία προβλέπει πως ο Κασιδιάρης, αν εκλεγεί, πριν καν ορκιστεί θα τεθεί σε αργία – αντιθέτως, μέσω του Μάκη Βορίδη έχει αφήσει ανοιχτό παράθυρο για μια ρύθμιση που θα αφορά τις ευρωεκλογές.
Πλέον, οι υποψηφιότητες και οι συνδυασμοί έχουν κατατεθεί επισήμως από τους ενδιαφερόμενους, ωστόσο τα τρία πολιτικά και νομικά επιχειρήματα συνεχίζουν να ισχύουν: Υπάρχει πιθανότητα ο Κασιδιάρης να μην κατέβει τελικά στις εκλογές για τη δημαρχία της πρωτεύουσας; Θα μπορούσε μια τροπολογία, όπως αυτή που συζητείται από την αντιπολίτευση και ορισμένους συνταγματολόγους, να ανακόψει την υποψηφιότητά του; Και, αν τελικά συμμετάσχει και λάβει υψηλό ποσοστό, πώς θα λειτουργήσει η αργία, η οποία είναι επί της ουσίας προσωπική και δεν αφορά τον συνδυασμό του;
Η μάχη για την πρωτεύουσα είναι σημαντική για τον έγκλειστο του Δομοκού, που παίζει τα ρέστα του σε ένα προσωπικό παιχνίδι που στόχο έχει την κυριαρχία του στον ακροδεξιό χώρο. Είναι όμως και μια μάχη για τον δημοκρατικό κόσμο, που ψάχνει την καταλληλότερη απάντηση απέναντι στη νεοναζιστική απειλή.