Ολες οι κουλτούρες τούς δίνουν ξεχωριστή θέση. Ο παππούς και η γιαγιά είναι εκείνοι που συνδέουν τα γένη, που μεταφέρουν τις προφορικές παραδόσεις από γενιά σε γενιά. Δύο μεγάλες δημογραφικές τάσεις όμως τους κάνουν πλέον πιο σημαντικούς.
Πρώτον, οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Το παγκόσμιο προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί από 51 χρόνια το 1960 σε 72 χρόνια σήμερα, με τις δυτικές χώρες να έχουν ακόμα μεγαλύτερο όριο. Δεύτερον, οι οικογένειες συρρικνώνονται. Την ίδια περίοδο, ο αριθμός των μωρών που μια γυναίκα κάνει, κατά μέσο όρο, μειώθηκε στο μισό, από 5 σε 2,4. Αυτό σημαίνει ότι η αναλογία των ζωντανών παππούδων και γιαγιάδων προς τα παιδιά αυξάνεται σταθερά.
Κι όμως, γράφει ο «Economist», παραδόξως λίγη έρευνα έχει γίνει σε αυτό. Ο «Economist» δεν μπόρεσε να βρει αξιόπιστα στοιχεία για το πόσοι ζωντανοί παππούδες και γιαγιάδες υπάρχουν, γι’ αυτό ζητήσαμε από τον Diego Alburez-Gutiérrez του Ινστιτούτου Max Planck για τη Δημογραφική Ερευνα στη Γερμανία να παραγάγει κάποιες εκτιμήσεις, συντρίβοντας δεδομένα ηλικίας και πληθυσμού με μοντέλα δομών συγγένειας σε καθεμία χώρα.
Συμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Max Planck για τη Δημογραφική Ερευνα, αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 1,5 δισεκατομμύριο παππούδες και γιαγιάδες στον κόσμο, σε σύγκριση με 500 εκατομμύρια το 1960. Ως ποσοστό του πληθυσμού έχουν αυξηθεί από 17% σε 20%. Μέχρι το 2050 προβλέπεται να έχουν φθάσει τα 2,1 δισεκατομμύρια – τότε, όταν θα αποτελούν το 22% της ανθρωπότητας ο αριθμός τους θα είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από εκείνον των παιδιών κάτω των 15 ετών. Αυτό θα έχει βαθιές συνέπειες.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα παιδιά τα πάνε καλύτερα με τη βοήθεια συνήθως της γιαγιάς. Και θα βοηθήσει να οδηγηθεί μια άλλη ημιτελής κοινωνική επανάσταση – η μετακίνηση των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία.
Δεδομένου ότι τα ποσοστά γονιμότητας και το προσδόκιμο ζωής ποικίλλουν πάρα πολύ από χώρα σε χώρα, η ηλικία του παππού και της γιαγιάς δεν είναι παντού η ίδια. Είναι το 29% των Βουλγάρων αλλά μόνο το 10% των κατοίκων του Μπουρούντι. Η μέση ηλικία τους ποικίλλει επίσης ευρέως, από 53 στην Ουγκάντα έως 72 στην Ιαπωνία.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μεταδίδουν παραδοσιακές πεποιθήσεις, ιστορίες, τραγούδια και μια αίσθηση ιστορίας. Πιο πρακτικά, προσφέρουν ένα επιπλέον ζευγάρι χέρια. Αυτό βοηθά και τους γονείς και τα παιδιά.
Μελέτη στην αγροτική Γκάμπια, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι η παρουσία μιας γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας αύξησε σημαντικά τις πιθανότητες ενός παιδιού να επιζήσει μέχρι την ηλικία των δύο ετών. Στην Υποσαχάρια Αφρική, οι πιθανότητες να πηγαίνουν στο σχολείο είναι περίπου 15% μεγαλύτερες για τα παιδιά που ζουν με έναν παππού και 38% υψηλότερες για τα παιδιά που ζουν με μια γιαγιά.
Σε πλουσιότερα μέρη, η γονιμότητα έχει μειωθεί πολύ περισσότερο από ό,τι στην Αφρική. Μια τυπική Μεξικανή, για παράδειγμα, κάνει κατά μέσο όρο δύο παιδιά, σε σύγκριση με επτά το 1960. Ετσι, οι μεξικάνες αμπουέλα έχουν περισσότερο χρόνο να αφιερώσουν σε κάθε εγγόνι.
Οι γιαγιάδες είναι η κύρια πηγή μη γονικής φροντίδας για μικρά παιδιά στο Μεξικό, ειδικά από τη στιγμή που η COVID-19 ανάγκασε πολλούς παιδικούς σταθμούς να κλείσουν.
Και μετά είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες που αντικαθιστούν τους γονείς, περιγράφει το Atlantic. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε οικογένειες με παππού και γιαγιά έχει διπλασιαστεί από το 1970 και έχει αυξηθεί κατά 7% μόνο τα τελευταία πέντε χρόνια – μια αύξηση που πολλοί αποδίδουν στην επιδημία οπιοειδών.
Περίπου 2,6 εκατομμύρια παππούδες και γιαγιάδες μεγαλώνουν τα εγγόνια τους είτε λόγω προσωρινής αλλαγής των συνθηκών για τους γονείς, όπως το να υπηρετούν στον στρατό στο εξωτερικό ή να είναι άνεργοι, ή κάτι πιο διαρκές και τρομερό: ψυχική ασθένεια, διαζύγιο, φυλάκιση, θάνατος ή κατάχρηση ουσιών.
Το να ζεις με τον παππού και τη γιαγιά δεν είναι πάντα εύκολο. Μπορεί να έχουν ξεπερασμένες ιδέες ή να απαιτούν υπερβολικό σεβασμό. Στην Ινδία, όπου τα ζευγάρια ζουν παραδοσιακά με τους γονείς του συζύγου, αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Μια μελέτη σε Ινδές που ζουν σε αγροτικές περιοχές το 2018 διαπίστωσε ότι όσες ζούσαν με τη μούμιτζι (πεθερά) τους είχαν λίγη ελευθερία. Μόνο το 12% επιτρεπόταν να επισκεφθεί φίλους ή συγγενείς μόνο του.
Οι πλούσιες χώρες παρέχουν γενικά υπηρεσίες που βοηθούν τις γυναίκες να ασχοληθούν με τη φροντίδα των παιδιών και την εργασία. Ωστόσο, πολλοί γονείς αναζητούν επιπλέον βοήθεια από τους παππούδες και τις γιαγιάδες.
Οι συντάξεις βοηθούν, επιτρέποντας στους παππούδες και στις γιαγιάδες να εγκαταλείψουν την εργασία τους. Σύμφωνα με έρευνα, το 50% των πολύ μικρών παιδιών, το 35% των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 20% των εφήβων στην Αμερική περνούν χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά τους κάθε εβδομάδα.
Αυτό μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά. Η Τζάνις Κόμπτον από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον διαπίστωσε έπειτα από έρευνα ότι η ζωή σε απόσταση 30 χλμ. από μια γιαγιά αύξησε το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για τις παντρεμένες γυναίκες με μικρά παιδιά κατά 4-10 ποσοστιαίες μονάδες.
Υπάρχουν βέβαια και μειονεκτήματα. Μελέτες από την Αμερική, τη Βρετανία, την Κίνα και την Ιαπωνία δείχνουν ότι ένα παιδί κοντά στον παππού και στη γιαγιά είναι πιο πιθανό να είναι παχύσαρκο, γιατί δεν του χαλούν χατίρι.
Συνολικά, η φροντίδα των παιδιών φαίνεται να κάνει καλό σε παππούδες και γιαγιάδες. Οσοι περνούν χρόνο με τα εγγόνια τους αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και μοναξιάς. Από την άλλη, η ευθύνη να φροντίζεις τα εγγόνια μπορεί να είναι και πολύ δύσκολη. Ισως, αφότου έχουν δουλέψει μια ζωή, θα ήθελαν να απολαύσουν τα χρόνια της σύνταξης με ταξίδια ή άλλες δραστηριότητες.
Ενα μέρος όπου οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν άφθονο χρόνο για να χαλαρώσουν είναι η Σουηδία, όπου ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας σημαίνει ότι οι γονείς σπάνια βασίζονται σε αυτούς. Για κάθε παιδί, ένα ζευγάρι Σουηδών μπορεί να λάβει 16 μήνες γονική άδεια, για τους περισσότερους από τους οποίους το κράτος τούς καταβάλλει το μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους.
Στη συνέχεια, υπάρχουν επιδοτούμενοι παιδικοί σταθμοί και ο κανόνας είναι και οι δύο γονείς να επιστρέφουν στη δουλειά. Δεδομένου ότι η φροντίδα των παιδιών υπάρχει παντού, οι Σουηδοί σχετικά εύκολα μετακομίζουν σε άλλες πόλεις για να βρουν καλύτερη δουλειά.
Οι περισσότεροι Σουηδοί είναι ευχαριστημένοι με το σύστημά τους. Ομως κάποιοι από τους ηλικιωμένους παραπονιούνται για μοναξιά. Σχεδόν τα μισά σουηδικά νοικοκυριά αποτελούνται από ένα άτομο, το υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη μετά τη Φινλανδία.
Σε έναν πληθυσμό 10,4 εκατομμυρίων, περίπου 900.000 άνθρωποι είναι άνω των 60 ετών και ζουν μόνοι. Από αυτούς, το ένα πέμπτο θεωρείται κοινωνικά απομονωμένο, που σημαίνει ότι δεν συναντά φίλους ή οικογένεια περισσότερες από δύο φορές τον μήνα. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι Σουηδοί αστειεύονταν ότι θα ήταν εύκολο να απομονωθούν οι ηλικιωμένοι επειδή «ούτως ή άλλως δεν επισκεπτόμαστε πολύ τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας».
Οι μετανάστες από μέρη όπως η Αφρική ή η Μέση Ανατολή είναι συχνά σοκαρισμένοι με το πόσο χαλαρές σχέσεις έχουν τα μέλη των σουηδικών οικογενειών.