Το ταξίδι Γεραπετρίτη στην Αγκυρα ήταν η πρώτη σκηνή της πρώτης πράξης του νέου ελληνοτουρκικού έργου που η εισαγωγή του ανέβηκε στο Βίλνιους. Ή μήπως θα έπρεπε κανείς να πει της όπερας; Ταιριάζει περισσότερο καθώς διαθέτει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό: τα φάλτσα. Που, εν προκειμένω, είναι κάτι παραπάνω από αναμενόμενα. Οχι μόνον με ευθύνη του καστ, μα πρωτίστως λόγω του «λιμπρέτου» που ακροβατεί στα όρια της λογικής, καθώς τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βγαίνει αν πρόκειται να τηρηθούν ταυτόχρονα και οι προδιαγραφές που έχουν τεθεί. Ελληνοτουρκική προσέγγιση προς τη Χάγη δεν είναι εφικτή αν η Ελλάδα πρόκειται να τηρήσει, όπως διαρκώς λέει, τις «αδιαπραγμάτευτες εθνικές θέσεις» της και αν η Τουρκία δεν εγκαταλείψει τη θεμελιώδη διάσταση της εξωτερικής πολιτικής της που επί της οποίας πορεύεται εδώ και πολλές δεκαετίες, όλο και πιο έντονα δε: τον αναθεωρητισμό, τον επεκτατισμό, μέσα από την προσπάθεια ακύρωσης της Συνθήκης της Λωζάννης και τη διαρκή απόπειρα αλλαγής συνόρων.
Μακάρι τα πράγματα να ήταν τόσο εύκολα ώστε με μία απόφαση να μπορούσαν να μπουν σε «νέα τροχιά», όπως ανέφεραν μετά τη συνάντησή τους οι Γεραπετρίτης και Φιντάν στην Αγκυρα και εν χορώ γράφουν οι τουρκικές εφημερίδες. Αν ήταν, μάλλον θα είχαν λυθεί δεκαετίες τώρα και δεν θα είχαν προσκρούσει στα παγόβουνα των δυσχερειών τους περίπου όλες οι μεταπολιτευτικές ελληνικές κυβερνήσεις. Για παρόμοιες «νέες αρχές» έγιναν πολλές προσπάθειες. Ομως καμία δεν τελεσφόρησε. Και υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό, την ώρα μάλιστα που επιθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων πάντοτε υπήρξε να καταφέρουν να προχωρήσουν σε «λύση», αλλά που στο τέλος αυτό απεδείχθη πάντοτε ανέφικτο. Φτάνοντας στην ουσία των θεμάτων, η Τουρκία ουδέποτε αρκέστηκε ακόμα και σε παραχωρήσεις που, έστω και με πολύ κόστος, ήταν ίσως εφικτές. Αντιθέτως, απαιτούσε πάντοτε όχι μόνον το ανέφικτο, αλλά και εκείνο που ακόμα και οι περισσότεροι που ξεκινούσαν με διάθεση να κάνουν τα πικρά βήματα πίσω και να σηκώσουν το βάρος τους, στο τέλος έφευγαν περίπου αηδιασμένοι από τις απαιτήσεις που θύμιζαν όρους παράδοσης του 19ου αιώνα.
Προχθές στην Αγκυρα περίσσεψαν τα ωραία λόγια. Ομως, επί της ουσίας, ούτε μία λέξη δεν παρέπεμπε στην ελάχιστη αληθινή αλλαγή της πάγιας τουρκικής πολιτικής – αντιθέτως… Η δεύτερη σκηνή ανεβαίνει σε δύο εβδομάδες στη Νέα Υόρκη, όταν συναντηθούν Μητσοτάκης και Ερντογάν στο «Μεγάλο Μήλο». Το «μήλο» ήταν, είναι και θα είναι το κατεξοχήν σύμβολο του πειρασμού. Και ο πειρασμός είναι επικίνδυνος, ιδίως όταν ενδώσεις ενώ ήδη ξέρεις πού μπορεί να σε οδηγήσει. Οπότε οι προσδοκίες ας είναι χαμηλές και, κυρίως, οι προθέσεις απόκρουσης συζητήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων, ειλικρινείς. Αλλωστε, όπως έδειξε πάλι και η τριμερής συνάντηση προ ημερών στη Λευκωσία με την Κύπρο και το Ισραήλ, αυτή η εξαιρετικά σημαντική συνεργασία πάει πολύ καλά και θα πάει ακόμα καλύτερα με τη δυναμική προσθήκη της Ινδίας, που ήδη ανακοινώθηκε. Καλά πάνε επίσης τα πράγματα με την Αίγυπτο. Και, μακράν όλων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες μα και τη Γαλλία. Η διεθνής ισορροπία της Ελλάδας είναι τώρα καλύτερη από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για τη στρατιωτική της ισχύ.
Κατά συνέπεια, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να κάνει κινήσεις εις βάρος του εαυτού της. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν έχει κάνει εκείνη τις λάθος επιλογές. Ούτε είναι εκείνη που έχει θιγεί από την ολοκληρωτική καταστροφή της πολιτικοενεργειακής συμμαχίας Μόσχας – Βερολίνου – Αγκυρας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ελλάδα, και σε αυτό έχει δίκιο ο Μητσοτάκης, έχει πράγματι βρεθεί στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Και έχει σημασία. Συνεπώς, το βάρος του πώς το ανέφικτο θα γίνει εφικτό αφορά πρωτίστως την Τουρκία. Οχι την Ελλάδα. Εκείνη οφείλει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Δεν δείχνει να το κατανοεί.