«Την ώρα που ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε έρχεται ένας επιβάτης, προσπάθησε να μπει μέσα, γλίστρησε και έπεσε». «Πιάστηκε από τον καταπέλτη, δεν πάτησε μόνο, έβαλε το πόδι του για να ανέβει αλλά γλίστρησε και ο καταπέλτης ήταν σηκωμένος».
Αν δεν υπήρχαν τα βίντεο που τράβηξαν συγκλονισμένοι επιβάτες παρακείμενου πλοίου, είναι πολύ πιθανό ότι η εκδοχή που θα επικρατούσε για την ανθρωποκτονία στον Πειραιά θα ήταν αυτή που θα προέκυπτε από την παραπάνω συνομιλία του υπάρχου και του πλοιάρχου του«Blue Horizon» με τον θάλαμο επιχειρήσεων. Ο κακόμοιρος ο Αντώνης γλίστρησε, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε πριν προλάβουν να τον βοηθήσουν. Ηταν και χαζούλης: μα πιανόμαστε από τον καταπέλτη όταν έχει σηκωθεί;
Φυσικά τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Ο καταπέλτης, κατά παράβαση του κανονισμού, δεν είχε σηκωθεί πριν λυθούν τα σχοινιά.
Ο ύπαρχος έσπρωξε βίαια και επανειλημμένα τον Αντώνη, πετώντας τον τελικά στη θάλασσα και καταδικάζοντάς τον σε θάνατο.
Ο λιμενικός που έπρεπε να παρίσταται μέχρι την αναχώρηση του πλοίου είχε φύγει. Ο καπετάνιος, αν και ενημερώθηκε, όχι μόνο δεν έσπευσε να βοηθήσει τον άνθρωπο που βρισκόταν στη θάλασσα, αλλά ξεκίνησε κανονικά τον απόπλου και συνέχισε για πάνω από μισή ώρα τη διαδρομή του, μέχρι το λιμεναρχείο να του δώσει εντολή να επιστρέψει. Στις διαμαρτυρίες των κατατρομαγμένων επιβατών, η εταιρεία απάντησε με μια ανακοίνωση όπου αναφερόταν σε «συμβάν», για το οποίο «το πλοίο δεν έχει καμιά ευθύνη».
Ακόμη και πολλές ώρες αργότερα, όταν ολόκληρη η χώρα παρακολουθούσε σοκαρισμένη τα βίντεο από τον τόπο του φονικού, η εταιρεία δεν έκρινε σκόπιμο να δείξει λίγη ενσυναίσθηση, να αναλάβει τις ευθύνες της και να ζητήσει μια συγγνώμη, αλλά εξέδωσε μια ανακοίνωση 29 λέξεων όπου δήλωνε «συγκλονισμένη από το τραγικό περιστατικό». Kι επειδή από αυτή την προσπάθεια αλλοίωσης της πραγματικότητας και συγκάλυψης των ευθυνών δεν μπορούσαν να λείπουν οι πολιτικοί, ακούσαμε τον υπουργό Ναυτιλίας να κάνει μια περίεργη δήλωση γι’ αυτούς που πήγαν να φέρουν ένα μεροκάματο και βρέθηκαν να κατηγορούνται για δολοφονία…
Ομως όλα αυτά δεν έγιναν σε κενό αέρος. Η κοινωνία αντέδρασε, η πολιτική τάξη καταδίκασε, τα μέσα ενημέρωσης ανέδειξαν τον φόνο, πολίτες διαδήλωσαν απαιτώντας να τιμωρηθούν οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί. Οι αντιδράσεις αυτές έφεραν τα πρώτα αποτελέσματα. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας υπέβαλε την παραίτησή του (αλλά ο πρόεδρος σιωπά). Ο πλοίαρχος και ο ύπαρχος προφυλακίστηκαν. Τα υπεύθυνα στελέχη του Λιμενικού Σώματος παραπέμφθηκαν στο αρμόδιο υπουργικό συμβούλιο. Και ο υπουργός παραιτήθηκε προτού αποπεμφθεί, κρίνοντας σκόπιμο να καταγγείλει επίθεση εναντίον του «με όλο και πιο τοξικά χαρακτηριστικά».
Είναι σαφές ότι η ανθρωποφαγία δεν έχει θέση στην πολιτική ζωή. Είναι επίσης σαφές ότι οι δράστες ακόμη και των πιο ειδεχθών εγκλημάτων αναμένουν μια δίκαιη δίκη. Από την άλλη πλευρά, η άσκηση ωμής βίας εναντίον ενός ανυπεράσπιστου ανθρώπου και η κυνική προσπάθεια δικαιολόγησης αυτής της βίας στη συνέχεια δεν μπορεί παρά να καταδικάζονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Οχι μόνο ως «πράξεις που δεν συνάδουν με τη ναυτοσύνη» και δεν πρέπει να στιγματίζουν το σύνολο των ελλήνων ναυτικών. Αλλά και ως συμπτώματα μιας ακραίας παραβατικότητας που, επειδή τελευταία πολλαπλασιάζονται, πρέπει να οδηγήσουν σε γενικό συναγερμό.