Πολλοί λένε ότι η Ελλάδα είχε την ατυχία να περάσει μια σειρά από «φουρτούνες». Αλλά οι ειδικοί διαφωνούν με τον όρο «ατυχία». Ο Απόστολος Βεΐζης, διευθυντής της INTERSOS και γιατρός με εμπειρία 20 ετών στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, βρέθηκε πολλές φορές στα «μέτωπα» των εξελίξεων και, όπως αναφέρει στα «ΝΕΑ», χρειάζονται ριζικές αλλαγές, από το μηδέν. «Μην πω και κάτω από το μηδέν. Δηλαδή αυτή τη στιγμή όλοι αναρωτιόμαστε ποιος κάνει τι, πώς θα το κάνει, ποιον να πάρουμε κ.λπ. Γι’ αυτό ό,τι κάνεις πρέπει να είναι σε καιρό ειρήνης, δεν το κάνεις όταν έχεις… πόλεμο». Ο ίδιος με αφορμή και την προσφυγική κρίση ανέφερε ότι «δεν λείπουν οι πόροι, ούτε οι άνθρωποι που γνωρίζουν. Λείπει η πολιτική βούληση, γιατί δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι αυτή είναι η Ελλάδα και δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση και κάθε κυβέρνηση διαχρονικά δεν ήξερε τι είναι αυτό που λείπει είτε έχει απέναντι 5.000 είτε 20.000 πρόσφυγες. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί ο μηχανισμός γιατί δεν είναι οργανωμένος».

Από την πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ιωάννης Στριμπής σημείωσε πως παρά το γεγονός ότι από το 1990 και εξής η Ελλάδα κατέστη χώρα υποδοχής μεταναστών (ενώ παραδοσιακά ήταν χώρα προέλευσης μετανάστευσης), οι έντονες μεταναστευτικές ροές αντιμετωπίστηκαν αποσπασματικά, κυρίως με διαδοχικές ρυθμίσεις νομιμοποίησης των παρανόμως εισελθόντων και ευρισκομένων στη χώρα μεταναστών.

Νέες διαδικασίες. «Η Ελλάδα θα έπρεπε να φροντίσει, εκτός από την ένταξη/ενσωμάτωση των μεταναστών και προσφύγων που βρίσκονταν στο έδαφός της, και για την επικαιροποίηση διαδικασιών στα σύνορα για όσους προσπαθούν να εισέλθουν στην επικράτεια και τη στελέχωση με προσωπικό εκπαιδευμένο στις νέες διαδικασίες» τόνισε και ταυτόχρονα υπογράμμισε ότι η κρίση αυτή ανέδειξε την ευρωπαϊκή διάσταση της μετανάστευσης όπου «και σε αυτό το επίπεδο ωστόσο η δράση (αντίδραση) υπήρξε αργή και ανεπαρκής». Και επειδή κάθε τούρτα χρειάζεται ένα κερασάκι, ο «Daniel» ήρθε να μας υπενθυμίσει με τον χειρότερο τρόπο την κλιματική αλλαγή και την απειλή με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες οι υποδομές. Σύμφωνα με τον καθηγητή στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και διευθυντή του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών ASSIST, Δημήτρη Εμμανουλούδη, «στη Θεσσαλία υπήρξαν και αρκετές αστοχίες αντιπλημμυρικών έργων αλλά και αναχωμάτων φυσικών και τεχνητών πεδινών κοιτών, τα οποία δεν λειτούργησαν όπως έπρεπε και φάνηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τέτοιες ποσότητες υδάτων». Γι’ αυτό, όπως είπε, πρέπει να υπάρξει επανασχεδιασμός των αντιπλημμυρικών έργων και επαναδιαστασιολόγησή τους, παίρνοντας υπόψη τους τα νέα δεδομένα όπως προκύπτουν από τα διαρκώς εντεινόμενα μετεωρολογικά και υδρολογικά φαινόμενα.