Το ραντεβού της ερχόμενης εβδομάδας μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της ΓΣ του ΟΗΕ, που έλαβε διήμερη μετάθεση λόγω των φοβερών καταστροφών της θεομηνίας (και ακολούθως της περίπου πλήρους διάλυσης) στην Ελλάδα, αναμένεται να εγκαινιάσει τη δεύτερη πράξη της ελληνοτουρκικής αναζήτησης οδού προς τη Χάγη. Η προηγούμενη πράξη είχε ανέβει στην Αγκυρα με την εκεί επίσκεψη Γεραπετρίτη πριν από λίγες ημέρες, από την οποία πάντως, εκτός από την εκδήλωση εκατέρωθεν γενικών καλών προθέσεων, δεν είχε προκύψει κανένα στοιχείο για το πώς θα καταστεί δυνατό να ξεπεραστούν τα βαριά προβλήματα που απαιτείται να φύγουν από τη μέση προκειμένου να ανοίξει ένας τέτοιος δρόμος. Και, κυρίως, το πώς θα γίνει αυτό χωρίς η Ελλάδα να οπισθοχωρήσει από τις θέσεις της περί εθνικής κυριαρχίας, όπως διαρκώς διακηρύσσει. Αν πάντως αναγκαστεί να περιορίσει στην πράξη την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, θα έχει αυτόματα προχωρήσει και σε μείζονα απώλεια κυριαρχίας που αυτό της αναγνωρίζει, ό,τι κι αν πει η κυβέρνηση.
Η συνάντηση της Νέας Υόρκης, όπως και καμία από αυτές που θα ακολουθήσουν, δεν πρόκειται βέβαια να δώσει απάντηση στο παραπάνω αίνιγμα – τουλάχιστον ευθεία απάντηση: ποτέ δεν πρόκειται μια τέτοια απόφαση, αν παρθεί, να ειπωθεί με τ’ όνομά της. Το πού πραγματικά οδηγούνται οι εξελίξεις θα φανεί όμως καθαρά από τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τον πιο κρίσιμο από τους διαφόρους διαλόγους που ήδη αποφασίστηκαν στη συνάντηση της Αγκυρας μεταξύ Γεραπετρίτη και Φιντάν: τον πολιτικό διάλογο, που αναμένεται να ξεκινήσει τον Οκτώβριο. Η ουσία είναι ότι βαδίζουμε προς αυτόν τον διάλογο με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος να έχει ήδη δημόσια αναφερθεί κατά αρνητικά πρωτοφανή τρόπο στα διεθνή διαπραγματευτικά χρονικά σε «υποχωρήσεις», ενώ από την τουρκική πλευρά να μην έχει γίνει η παραμικρή βεβαίως νύξη όχι για κάτι αντίστοιχο (που θα ήταν κάτι εντελώς αδιανόητο για την Τουρκία αλλά και για οποιαδήποτε άλλη χώρα εισέρχεται σε διαπραγμάτευση), αλλά ούτε καν να έχει γίνει η παραμικρή αναφορά ακύρωσης για τις δεσπόζουσες πολιτικές θέσεις του τουρκικού αναθεωρητισμού: τη διαρκή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, το casus belli, την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου κοκ. Η Τουρκία δεν έχει πάρει πίσω το παραμικρό απ’ όσα συνθέτουν την ακραία επιθετική επεκτατική ατζέντα της.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δυσκολία που θα έχει η κυβέρνηση να μεταπηδήσει από τη ρητορική «δεν συζητάμε θέματα εθνικής κυριαρχίας» σε μία εντελώς αναντίστοιχη πραγματικότητα, αν αυτή προκύψει, θα οδηγήσει σε σοβαρή κρίση τόσο στο εσωτερικό της χώρας, γιατί αυτή δεν θα είναι απλή υπόθεση, όσο και με την Τουρκία, καθώς πλέον πρέπει να θεωρείται περίπου δεδομένο ότι η Αγκυρα έχει λάβει κάποιες εγγυήσεις για να κάθεται ήσυχη, ή, έστω, σχεδόν ήσυχη, επί τόσο μεγάλο διάστημα. Και αν η κυβέρνηση βρεθεί σε εσωτερικό αδιέξοδο να κάνει πράξη τις «υποχωρήσεις» που προανήγγειλε τηλεοπτικά ο Πρωθυπουργός (γιατί άραγε;) τότε η κρίση μπορεί πια να είναι άγρια. Κάτι που οδηγεί ευθέως και στον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίζεται όλες τις, ακόμα και εντελώς διαφορετικής φύσεως, κρίσεις, που όμως είναι μεγάλες, το τελευταίο, επίσης μεγάλο, διάστημα.
Και εδώ υπάρχει θέμα: τι γίνεται όταν η Τουρκία καταλάβει ότι βάση των κυβερνητικών χειρισμών όλων ανεξαιρέτως των κρίσεων είναι πλέον αποκλειστικά ο… αριθμός 112 και το αντίστοιχο δόγμα; Τότε υπάρχει πρόβλημα. Γιατί αν αντιληφθούν τη λογική αυτής της λειτουργίας, αν συνειδητοποιήσουν το δόγμα «αφήστε τα και φύγετε και τρέχτε να σωθείτε» τι άλλο θα σκεφτούν παρά μόνον ότι αυτό θα ισχύσει ακόμα περισσότερο σε περίπτωση σύγκρουσης των δύο κρατών; Και, τελικά, να οπλοποιήσουν αυτό το νεοπαγές, πάσης χρήσεως «112 Δόγμα Εγκατάλειψης»;