Ο Βρασίδας Καραλής γράφει στον εξαιρετικό τόμο «Μια Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» (εκδ. Δώμα) πως το «Μάθε, παιδί μου, γράμματα» (1981) σε σκηνοθεσία του Θόδωρου Μαραγκού ήταν μια σάτιρα της αντιφατικής πολιτικής ενός καταπιεστικού κράτους που προωθούσε την εκπαίδευση ως μηχανισμό υπακοής και κομφορμισμού. Οταν έχεις βέβαια τον Μαραγκό απέναντί σου, με το νέο του βιβλίο ανά χείρας, και βλέπεις τον κόσμο να σταματά την κουβέντα σας για να του πει μια ατάκα από το έργο του, καταλαβαίνεις πως συχνά η μεγάλη δημιουργία υπερβαίνει χρονικότητες και ερμηνείες. Πίνουμε καφέ στη Στοά Κοραή με τον σκηνοθέτη, συγγραφέα και σκιτσογράφο. Και η απόστασή του από την Αθήνα – διαμένει μόνιμα εδώ και δέκα χρόνια στους Αγίους Θεοδώρους – βοηθά να δανειστείς κάτι από τη διαύγεια ενός ανθρώπου που έχει στο κέντρο τού προβληματισμού του τη φύση και τις ανθρώπινες αξίες. Με πάνω από 30 ταινίες, με βιβλία, με σενάρια, με πολλές ιδέες στις αποσκευές του, ο Μαραγκός είναι από τα πρόσωπα που καθόρισαν ένα μέρος του πολιτισμικού τοπίου της Μεταπολίτευσης είτε με το κοινωνικό και πολιτικό σινεμά είτε με άλλα είδη. Από τον Βέγγο και τον Τσάκωνα που συνεργάστηκε πολύ, από την καταγραφή μεταπολιτευτικών απεργιών μέχρι το ταξίδι του στη Νάπολι για τη βιβλιοθήκη εκεί με σωζόμενα αρχαία ελληνικά έργα και παπύρους, ο Μαραγκός είναι ταξιδευτής και ακούραστος χαρτογράφος των τάσεων της εποχής του.
Να ξεκινήσουμε από το βιβλίο σας «Ο δάσκαλος της Αρκαδίας και ο “Τάλως 21ος Αιώνας”» (εκδ. Καταγράμμα). Τι είναι το χωριό Πηγή;
Υπάρχει μια διαδρομή σε αυτό, ξεκίνησε από το να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για την Επανάσταση του ’21, αλλά στη συνέχεια με ενδιέφερε τι γίνεται από εδώ και πέρα. Πέρασα στο μυθιστόρημα. Με οδήγησε ο τόπος όπου έχω κάνει πολλές από τις ταινίες μου, η Αρκαδία. Με μάγεψε το αρκαδικό ιδεώδες. Προτάσσω σαν τρόπο ζωής απέναντι στην καταιγίδα της ψηφιοποίησης που ισοπεδώνει τα πάντα. Το αρκαδικό ιδεώδες είναι αυτό που γοήτευσε τους Ευρωπαίους τον 16ο αιώνα. Δεν επέτρεπε στον άνθρωπο να επιβληθεί στη φύση. Αυτό γοήτευσε. Είχαν κατέβει όλοι τότε εκεί. Ετσι επινόησα το χωριό Πηγή. Που είναι ο Πλάτανος. Αλλά επειδή ο Πλάτανος έχει χρησιμοποιηθεί, έβαλα την Πηγή που αναβλύζει ιστορία, παιδεία, ζωή, ιδανικά. Το επίκεντρο είναι ο δάσκαλος, που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία. Ανέπτυξα τον μύθο της ζωής. Ολοι μαζί συνθέτουν μια αρκαδική υγεία. Απέναντί τους είναι η τεχνολογία που είναι ανεξέλεγκτη και τους εμποδίζει να ζήσουν όπως θέλουν και βάσει της παράδοσής τους. Γίνεται ένας διαχρονικός πόλεμος, αλλά η ίδια η ζωή είναι που καθορίζει το σαθρό πράγμα που διαμορφώνει η τεχνολογία που σε κάνει να τρέχεις και να μη φτάνεις.
Η τεχνολογία είναι σύμμαχος του ανθρώπου ή ανταγωνιστικός πόλος;
Η τεχνολογία, σύμφωνα με τον δάσκαλο, είναι σύμμαχος του ανθρώπου όσο ευνοεί τον άνθρωπο. Υπάρχει ένα μέρος της που διευκολύνει τη ζωή και καλώς υπάρχει. Και δεν μπορούμε εμείς να πάμε ενάντια στην εξέλιξη. Εχει και μια σοφία πίσω της. Αν όμως το όπλο αυτό είναι στα χέρια των δυνάμεων της καταστροφής που σκέφτονται το χρήμα ή το κέρδος, τότε είναι εχθρός.
Σας απασχολεί αυτή η συζήτηση που τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη για την τεχνητή νοημοσύνη;
Την παρακολουθώ.
Εχει μια ηθική διάσταση;
Εγραψα κάπου πως ψάχνω έναν αλγόριθμο που να περιέχει αγάπη.
Ωραίο. Επιστρέφετε πάντως στην ύπαιθρο, στη διδασκαλία, στη σχέση μαθητή – δασκάλου. Θέματα που έχετε διαπραγματευθεί μέσα στα χρόνια. Είναι διαρκείς προβληματικές αυτές για το έργο σας;
Ετσι φαίνεται. Αυτό που έχει σημασία είναι να διατηρήσουμε τον πολιτισμό, την παιδεία μας, τον τρόπο ζωής μας. Ενας ανελέητος αγώνας, από τον καιρό που γεννήθηκα και μεγάλωσα, τα βρίσκω μπροστά μου. Το «Μάθε, παιδί μου, γράμματα» καταπιάνεται με αυτά. Και από τη μία χαίρομαι που είναι επίκαιρη η ταινία μου, από την άλλη στενοχωριέμαι γιατί αυτά τα θέματα εξακολουθούν να υπάρχουν και να γίνονται χειρότερα. Ο ανθελληνισμός, ας πούμε. Το βάζω στο θέμα της παιδείας.
Τον τόπο καταγωγής σας, τα Φιλιατρά, τον κουβαλάτε μαζί σας;
Εχω ρίζες και από την Αρκαδία, οι γονείς των γονιών μου κατάγονται από τη Μεγαλόπολη. Η γιαγιά μου από τη μάνα είναι από το Ροεινό της Αρκαδίας. Μαντίνεια.
Ξεκινάτε ως σκιτσογράφος;
Από παιδί. Εχω δημοσιεύσει στον «Ταχυδρόμο», σε περιοδικά όπως οι «Εικόνες». Αυτό ήταν το έναυσμα για να κάνω σιγά σιγά κινούμενο σχέδιο. Η γελοιογραφία ως επάγγελμα ήταν δύσκολη για να καθιερωθείς. Ηταν όμως ένα μέρος της δικής μου δουλειάς. Το κινούμενο σχέδιο το έμαθα μόνος. Πρώτη μου ταινία ήταν το «Τσουφ» (σ.σ.: έτος παραγωγής 1969!). Από εκεί πέρασα και στο σινεμά.
Είστε ένα παιδί από χωριό που μεγάλωσε μεταπολεμικά. Πώς μπαίνετε στη γελοιογραφία;
Το χωριό μου έχει μια παράδοση σάτιρας. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας. Ακουγα όλη μέρα ιστορίες, οι γονείς μου είχαν χιούμορ επίσης. Ολο αυτό ήταν ένας προσανατολισμός.
Μόνος μάθατε;
Είχα ταλέντο.
Μπαίνετε λοιπόν στο κινούμενο και μετά στο σινεμά. Με πρώτη ταινία;
Το «Οικόπεδο» ήταν η πρώτη μου ταινία στο σινεμά (1971). Στα Πετράλωνα γυρίστηκε. Είχα έλθει Αθήνα πια.
Πώς είναι τότε η περιοχή; Σήμερα είναι της μόδας.
Με αλάνες, παίζαμε μπάλα.
Η ταινία έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση του δημόσιου χώρου;
Ετυχε να αγοράσω μια μηχανή 16άρα. Και άρχισα να τη μαθαίνω και να τραβάω δεξιά και αριστερά. Και κατάλαβα πώς να παίρνω πλάνα εδώ κι εκεί, δεν είχε νόημα. Σκέφτηκα να βρω ένα θέμα που να έχει ενδιαφέρον κοινωνικό. Απέναντί μου και λίγο παραπέρα ήταν ένας χώρος όπου παίζαμε. Η ιδιομορφία ήταν πως εκεί κάνανε γυμναστικές επιδείξεις τα παιδιά του δημοτικού σχολείου γιατί δεν είχαν χώρο. Τράβηξα για έξι μήνες όλες τις εκδηλώσεις, την μπάλα. Και τη ζωή εκεί. Απαγορεύθηκε. Εδειχνε πώς είναι η πραγματικότητα. Και όχι όσα έλεγε τότε η χούντα. Πήγε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και εκεί η Επιτροπή το έκοψε. Ντοκιμαντέρ ήταν, αλλά εγώ τα λέω όλα ταινίες. Παράλληλα έκανα τη δεύτερη κινουμένου σχεδίου μου, το «Σσσστ». Αυτό πέρασε από την Επιτροπή. Και το 1973 έκανα την πρώτη μεγάλου μήκους μου, το «Λάβετε θέσεις». Με τον Βαγγέλη Καζάν.
Πώς είναι ο Καζάν;
Ψυχούλα. Εχω τότε την καλύτερη σχέση με τους ηθοποιούς, έχω δουλέψει και με επαγγελματίες και με ερασιτέχνες. Με τον Καζάν ήμασταν φίλοι, τον γνώρισα στο Θέατρο της Νέας Ιωνίας του Μιχαηλίδη. Εγώ μόλις είχα απολυθεί από τον Στρατό και έπαιξα λίγο εκεί. Αλλά δεν είχα δίπλωμα ηθοποιού. Η ταινία είχε θέμα την ερήμωση και την εγκατάλειψη. Ενας άνθρωπος που δεν δέχεται να φύγει από το χωριό του. Και τρέχει για να μη γεράσει, να μην καταπέσει.
Και σήμερα η ερημοποίηση είναι στην επικαιρότητα…
Οσο συμπεριφέρεται έτσι η πολιτεία, θα είναι επίκαιρα αυτά τα θέματα. Μόλις έψαχνα να βρω ήρωα, ο Καζάν ήταν ιδανικός. Ο Καζάν έτρεχε. Ο,τι ακριβώς ήθελα. Παράλληλα με την πρώτη έκρηξη της Νομικής επί χούντας άρχισα να τραβάω. Στην πορεία βρήκα και άλλους. Και κάναμε τον «Αγώνα» με την ομάδα των έξι. Ο Ηλίας Ζαφειρόπουλος έγραψε τα κείμενα, ο Κώστας Παπανικολάου έδωσε την ιδεολογική γραμμή της ενότητας, ο Φοίβος Οικονομίδης έκανε τη μουσική και τα τραγούδια, ο Γιώργος Θανάσουλας τράβηξε πλάνα από το Πολυτεχνείο και ο Δημήτρης Γιαννικόπουλος κατασκεύασε παράνομο εργαστήριο που εμφάνιζε το φιλμ που τραβούσαμε. Αυτοί ήταν οι πέντε κι εγώ κινηματογραφικά – και επίσης εγώ μόνταρα την ταινία. Οι Ζαφειρόπουλος και Οικονομίδης ήταν και στον Μάη του ’68. Ο «Αγώνας» είναι ντοκιμαντέρ για τους αγώνες του λαού, ξεκινώντας έναν χρόνο πριν πέσει η χούντα και έναν χρόνο μετά. Που αλλάζουν και οι αγώνες του κόσμου. Στην αρχή είναι αντιφασιστικός ο αγώνας και μετά γίνεται λαϊκός για τη διεκδίκηση των αιτημάτων των εργαζομένων. Εχει από Νομική και Πολυτεχνείο μέχρι τις πρώτες απεργίες στη Μεταπολίτευση – όπως η απεργία στο εργοστάσιο της National Can. Ο λαός ήταν καταπιεσμένος επί χούντας και μόλις έπεσε ζητούσαν πράγματα, ανθρώπινες συνθήκες και μεροκάματο. Αναδείχθηκε αυτή η πλευρά του αγωνιζόμενου λαού. Πήραμε το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μετά τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Παιζόταν μετά σε λέσχες, σε απεργίες. Μετά έχουμε μια απεργία στο Μαντούδι, την οποία την τελειώνω τώρα! Είχε χαθεί το υλικό και το βρήκα. Το 1978 έρχεται η ταινία μου «Από πού πάνε για τη χαβούζα;» με τον Βέγγο.
Ο Βέγγος είναι ένας ιδιοφυής ηθοποιός, ένας τυποποιημένος;
Σαν άνθρωπος ήταν μια ψυχούλα. Από την άλλη μεριά σαν ηθοποιός είχε κάτι το ορίτζιναλ, δεν ήταν προσποιητός, ήταν γεμάτος ενέργεια. Ενας κωμικοτραγικός ήρωας. Το ζούσε αυτό που έπαιζε. Δεν το ερμήνευε τεχνικά. Τότε βέβαια ήταν στα πάνω του. Είχε κάνει δύο ταινίες με τον Ντίνο Κατσουρίδη: το «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» και το «Θανάση, πάρε το όπλο σου». Δώσανε ποδοσφαιρικό αγώνα οι ηθοποιοί με τους δημοσιογράφους και πήγανε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας 20.000 κόσμος για τον Θανάση. Η «Χαβούζα» πήγε περίφημα εισπρακτικά. Ο Βέγγος ήταν προχωρημένος λόγω Κατσουρίδη τότε τεχνικά. Και εγώ αναζητούσα να συνδυάσω τον εμπορικό με τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο. Τα καταφέραμε. Και στην επόμενη που κάναμε, το «Θανάση, σφίξε κι άλλο το ζωνάρι», είχαμε μια τέλεια συνεργασία. Πήρε πρώτο βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο η ταινία. Μετά ήλθε το «Μάθε, παιδί μου, γράμματα».
Ο πυρήνας της ιδέας της ταινίας ποιος ήταν;
Να μάθουμε γράμματα, να μπούμε στο Δημόσιο για να έχουμε σίγουρο εισόδημα. Τα παιδιά μάθανε γράμματα. Γυρισμένο όλο σε Στεμνίτσα και Δημητσάνα. Βοήθησαν πολύ οι ντόπιοι. Μας αγάπησαν. Είχαν προηγηθεί ταινίες μου εκεί.
Εχετε συνεργασία και με τον Τσάκωνα. Και έχετε κάνει και ταινία για εκείνον.
Ενα είδος Βέγγου, μια δική του τρέλα, επίσης κωμικοτραγική. Είχε ταλέντο το οποίο δεν μαζευόταν.
Γιατί έχουν απήχηση τα «Γράμματα»;
Οταν έκανα την ταινία, είχα αναπτύξει τα δικά μου εκφραστικά μέσα. Τα θέματα που θίγω ήταν διαχρονικά. Οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί. Αυτόματα γίνεται η ταινία διαχρονική.
Και στο κέντρο της – γενικά στο έργο σας – έχετε και την πόλη και το χωριό.
Στις πόλεις επήλθε αλλοτρίωση.
Τι βλέπετε για το μέλλον της υπαίθρου; Θα γίνει πόλη;
Αφού η Ελλάδα δέχθηκε το δόγμα του σοκ, έχουμε φτάσει στον πάτο. Οι μεγάλες πόλεις έχουν φτάσει στην απόλυτη αλλοτριωτική τους διάσταση. Τα νέα ζευγάρια, τα παιδιά όσα φύγανε, φύγανε, αν βρουν τις κατάλληλες συνθήκες θα επιστρέψουν. Τα επόμενα χρόνια, πιστεύω, θα έχουμε αισιόδοξη εικόνα. Για να ζήσει ο άνθρωπος πρέπει να εναρμονιστεί με τη φύση. Να συνεργαστεί μαζί της. Να στηριχθεί από αυτή. Αυτά λέω στο νέο μου βιβλίο.
Εχετε μεγάλο έργο και μετά.
Οι πιο παλιοί με βλέπουν με τις παλιές μου ταινίες. Εχω κάνει πολλά μετά. Μπήκα στο ψηφιακό. Είναι μια ταινία – σταθμός για μένα, για παράδειγμα, το «Black μπεεε». Τράβηξα στην Ιταλία τη μοναδική σωζόμενη αρχαία ελληνική βιβλιοθήκη. Στη Νάπολι. Ηθελα να κάνω μια ταινία για τον Ελληνισμό της Νότιας Ιταλίας. Είδα ένα ντοκιμαντέρ αμερικάνικο πάνω στο θέμα, αλλά το ‘χαν κάνει σαν τα μούτρα τους. Βρήκα άκρη, γνώρισα έναν Ιταλό που η μάνα του ήταν καθηγήτρια και δούλευε στη βιβλιοθήκη της Νάπολι. Μεσολάβησε το παιδί και έκανα την ταινία. Δέκα χρόνια τώρα, έχω κάνει τέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους. Το «Δεν θα σωπάσω», το «Εν δυνάμει», το «Οραμα του Θοδωράκη», τη «Φυλακισμένη τέχνη» – αυτά όλα όσο διαμένω εδώ και δέκα χρόνια στους Αγίους Θεοδώρους. Οσο ήμουν εδώ στην Αθήνα, είχα κάνει το «Αρκεί να φαίνονται ωραία» και άλλα.
Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος και η πολιτική
Η γενιά σας; Ποιοι εγγράφονται σε αυτή;
Οταν πήγα στο Φεστιβάλ το ’69 γνώρισα τον Βούλγαρη που ήταν λίγο παλιότερος. Και τον Αγγελόπουλο. Μετά ήταν ο Φέρης, η Μαρκετάκη. Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος. Ο εμπορικός στμάτησε με τη χούντα και την τηλεόραση. Εμείς τότε ήμασταν καμία 15αριά σκηνοθέτες που ψάχναμε να βρούμε λεφτά για να κάνουμε ταινίες. Αλλος από διαφήμιση, και τέτοια. Και γίναμε παραγωγοί του εαυτού μας. Και έπεσε η χούντα και είχαμε και ελεύθερη έκφραση. Και κάναμε και πιο κοινωνικά θέματα. Αυτός ο νέος ελληνικός κινηματογράφος είχε στα σπάργανα διάφορες τάσεις. Μέχρι το 1983 – 84 γίνανε καλές και αρκετές ταινίες. Και το ΠΑΣΟΚ όσο ήταν στην αντιπολίτευση, μας στήριζε. Ελεγε πως αν γινόταν κυβέρνηση θα στήριζε την ανεξάρτητη παραγωγή. Μόλις κυβέρνησε δεν το έκανε, αλλά ενίσχυσε το γραφειοκρατικό μοντέλο του Κέντρου Κινηματογράφου. Δεν μοίρασε δίκαια τη χρηματοδότηση. Επικεντρώθηκε σε ένα ευρωπαίζον είδος. Ο Αγγελόπουλος είχε ταλέντο και δικό του στυλ. Δεν ήταν αυτός το πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν ο «αγγελοπουλισμός», όσοι τον μιμόντουσαν. Η παραγωγή μπήκε σε κρατικά χέρια και έτσι ανέβηκε το κόστος. Διαλύθηκε η ανεξάρτητη παραγωγή. Καταργήθηκε ο φόρος δημοσίων θεαμάτων, σε όλα τα θεάματα πλην κινηματογράφου. Και πήγαν στο Κέντρο και το Κέντρο έκανε πολιτική με αυτά τα χρήματα. Στην επόμενη ταινία μου το «Τι έχουν να δουν τα μάτια μου», χτύπαγα το ΠΑΣΟΚ και έτσι πέρασα στην άκρη. Και το «Δεν θα σωπάσω», το έπαθα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκανα μια ταινία για άστεγους επί Σαμαρά. Θα έβγαινε όταν όμως ήδη είχε κάνει την κωλοτούμπα ο Τσίπρας και άρα θα ήμουν off. Και την ξαναγύρισα. Και έβαλα μέσα και το δημοψήφισμα.
Πώς βλέπετε τον ελληνικό κινηματογράφο;
Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει σήμερα τις τεχνικές δυνατότητες λόγω ψηφιακού, άρα μπορούν να αναπτυχθούν πολλές τάσεις. Το κακό είναι πως είμαστε σε φάση παρακμής που έχουν ποδοπατηθεί οι ανθρώπινες αξίες και ο ελληνικός πολιτισμός. Αν συνδυάσει κάποιος τις ανάγκες του πολιτισμού μας με τα τεχνικά του μέσα, θα βγει κάτι με υγεία.