Με ή χωρίς ανασχηματισμούς ή «αναδομήσεις», όπως τις βάφτισε ο Ανδρέας Παπανδρέου, οι καρατομήσεις υπουργών είναι διαχρονικά από τα πιο αγαπημένα θέματα της επικαιρότητας: τις λατρεύουν όλοι, εξαιρουμένων φυσικά εκείνων που τα κεφάλια τους πέφτουν στο λεπίδι της πολιτικής γκιλοτίνας, αν και ακόμα και αυτοί κάτι κερδίζουν: μπορούν επιτέλους ν’ ανοίγουν το στόμα τους και να μιλάνε, αντί να κρατάνε μέσα τους όλα όσα ήθελαν από την πρώτη στιγμή να πουν για την κυβέρνηση που υπηρετούσαν: είναι πάγια αρχή του πολιτικού γίγνεσθαι ότι άπαντες βρίζουν άπαντες και σχεδόν ουδείς ποτέ λέει μια καλή κουβέντα για κανέναν και για τίποτα.
Η βασική ιδέα γι’ αυτές τις υπουργοθυσίες, στις οποίες η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδίδεται με ζήλο δείχνοντας να βρίσκει εκεί ένα σταθερό αποκούμπι και σημείο αναφοράς για ό,τι στραβό κάνει (και είναι πλέον ατέλειωτα τα χοντρά στραβά) είναι ότι αλλάζει ένας υπουργός με άλλον και, ω του θαύματος, μαζί αλλάζουν και όλα τα στραβά του μικρόκοσμου του. Τα κακώς κείμενα του χαρτοφυλακίου του θα μπουν επιτέλους σε νέα εποχή, όπως ακριβώς υποτίθεται βέβαια ότι θα συνέβαινε και με τον άρτι καρατομηθέντα.
Φυσικά, η πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με όλα αυτά. Ουδείς είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι ο ερχομός ενός υπουργού θα αλλάξει την πραγματικότητα που αφήνει πίσω του ένας άλλος, εκτός βέβαια από ακραίες περιπτώσεις ανικανότητας, για τις οποίες όμως πρωτίστως και πάλι ευθύνεται απολύτως ο Πρωθυπουργός που δεν τις διέγνωσε εγκαίρως. Ή, ακόμα χειρότερα, που τις διέγνωσε, όπως όλος ο κόσμος άλλωστε, αλλά που για «υπέρτερους» λόγους προέκρινε ανίκανους σε θέσεις όπου έπρεπε να επιστρατεύει τους καλύτερους που θα μπορούσε. Ομως οι υπουργοθυσίες, αν και προέρχονται συνήθως από μεγάλες χοντράδες των θυμάτων τους, στην πραγματικότητα δεν έχουν να κάνουν με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αλλά έχουν άλλο κεντρικό στόχο – μάλλον, για την ακρίβεια… πέντε:
Ο πρώτος στόχος τους είναι να επιχειρήσουν να σώσουν τον πολιτικό άνακτα. Να «μηδενίσουν» το κοντέρ μιας όποιας κυβερνητικής αποτυχίας. Δεν έφταιγε βέβαια ο πάντοτε ανίδεος και ανεύθυνος για όλα Πρωθυπουργός, αλλά ο ρεζίλης υπουργός. Πάρτον λοιπόν κάτω. Φέραμε τον καινούργιο και δεν μας πιάνει τίποτα. Ο δεύτερος στόχος είναι να αναδιαταχθούν οι ισορροπίες εντός κυβέρνησης και κόμματος: Οσο δίνονται ευκαιρίες να βγουν κάποιοι που μπήκαν γιατί ήταν αναγκαίο για τις ισορροπίες, τόσο το καλύτερο, ιδίως όταν μπορούν να αντικατασταθούν από άλλους, του στενού αρχηγικού πυρήνα.
Ο τρίτος στόχος, είναι ότι ο αρχηγός δείχνει έτσι πάντα πιο… αρχηγός, κάτι που του χρειάζεται ιδιαιτέρως όταν όλα γίνονται τελείως μαντάρα. Ο τέταρτος στόχος είναι ότι η κυβέρνηση, από εκεί που τα έχει κάνει μπάχαλο, να μπορεί να υποκρίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη και με το τίποτα ότι έχει τον έλεγχο και την πρωτοβουλία – με λίγο παραπάνω θράσος μπορεί να λέει ότι έχει και σχέδιο, ή να ανακοινώνει και νέα μέτρα ή και άλλα που έχει ήδη ανακοινώσει ξανά σε προηγούμενες αντίστοιχες καταστροφές, κάτι που έχει γίνει ουκ ολίγες φορές προσφάτως.
Ο πέμπτος στόχος, τέλος, ενώ μοιάζει γενικόλογος και κάπως ανούσιος, κάθε άλλο παρά είναι: να έχουμε να λέμε. Αρτος και θεάματα. Και εφόσον άρτο δεν έχει, ας έχει περισσότερα θεάματα, στο Κολοσσαίο με τα λιοντάρια – ειδικά από τη στιγμή που η προσφορά για θύματα είναι ατελείωτη: ισούται με τον κατάλογο όσων είναι ή περιμένουν να γίνουν υπουργοί. Αφού λοιπόν αυτή η συνεχής και ακατάσχετη υπουργολογία είναι τόσο αγαπητή στον κόσμο, γιατί να τη στερηθεί; Αρέσει στην πολιτική συζήτηση, αλλά αρέσει εξίσου και στο πρωινομεσημεριανάδικο κουτσομπολιό, στις παρέες, στα καφενεία, σε όλους. Ας πάρουν λοιπόν μπόλικο ανούσιο πράμα, να έχουν να λένε. Και μέχρι να ξεχαστεί η προηγούμενη υπουργοθυσία, κάτι θα συμβεί να έρθει η επόμενη. Και, όλο αυτό, αποκαλείται πολιτική.