Τόσο το ξεπάγωμα των ξεχασμένων από το πρώτο μνημόνιο τριετιών όσο και οι υπόλοιπες εξαγγελίες που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, βασίστηκαν σε μια παραδοχή: ότι οι επιχειρήσεις πάνε καλά. Κλάδοι με πολλές επιχειρήσεις όπως ο τουρισμός, θεωρήθηκε ότι πάνε ακόμα καλύτερα. Ως εκ τούτου θεωρήθηκε ότι θα συνεχίσουν αυτές, τώρα που το κράτος δεν μπορεί πια να δίνει επιδόματα, να τροφοδοτούν με εισόδημα την οικονομία. Θα είναι αυτές που θα επιχειρηθεί να συντηρήσουν τους υψηλότερους της Ευρώπης ρυθμούς ανάπτυξης αλλά και να ενισχύονται με επιπλέον έσοδα τα δημόσια ταμεία.
Το σχέδιο οπότε ήταν σαφές. Οι μισθολογικές αυξήσεις μέσω των τριετιών θα πληρωθούν υποχρεωτικά από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Χωρίς όμως την ανάλογη προσαρμογή των κλιμακίων φορολόγησης των μισθωτών. Η αύξηση θα καταλήξει κουρεμένη στις τσέπες τους. Αυξήσεις μεν, ψαλιδισμένες δε από τους μνημονιακούς συντελεστές φορολόγησης που συνεχίζουν να ισχύουν. Οι επιχειρήσεις όμως θα πρέπει να βγάλουν από το ταμείο τους το ποσό στο ακέραιο. Και οι μισθωτοί να περιμένουν κάποια στιγμή στο μέλλον για τη μείωση του φορολογικού βάρους.
Το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης πριν απ’ την καταστροφή στη Θεσσαλία, περιλάμβανε στο οικονομικό πακέτο των εξαγγελιών του Πρωθυπουργού, ως νέο βασικό έσοδο, μόνο μέτρα για τους κλάδους της υψηλής φοροδιαφυγής, με παράλληλη σύνδεση της επιτυχούς εκτέλεσής τους, με κάποια ελάφρυνση των φόρων που βαραίνουν σήμερα τα μόνιμα «υποζύγια». Τα μέτρα ανακοινώθηκαν, αλλά εκ του αποτελέσματος φαίνεται να μην πιστεύει κανείς σε άμεσα και σίγουρα αποτελέσματα. Για αυτό και οδηγήθηκαν σε νέες ιδέες.
Το τρίτο μέτρο, με δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι καθαρά εισπρακτικό και μάλλον αρκετά άκομψο. Η αύξηση του φόρου διαμονής στα ξενοδοχεία, δείχνει ότι κάπου έχει χαθεί η καλή συνεργασία που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Πρωθυπουργού και επιχειρηματικών κλάδων της οικονομίας στην εξεύρεση έξυπνων λύσεων. Δεν μπορεί να μην έβαλε κάποιος στο τραπέζι ότι ο συγκεκριμένος φόρος, μέχρι 4 ευρώ και πλέον έως 10 ευρώ ανά δωμάτιο ανά διανυκτέρευση, μπορεί να κάνει κακό στον κλάδο που συμβάλει τα μέγιστα στις εισπρακτικές και εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας. Ο φόρος διαμονής καταβάλλεται ξεχωριστά από το κόστος του δωματίου, στην αναχώρηση του τουρίστα από το ξενοδοχείο. Αποτελεί την τελευταία του εικόνα, σε πολλές περιπτώσεις από την Ελλάδα. Αυτό πλέον αυξάνει, χωρίς να αλλάζει κάτι στις παρεχόμενες υπηρεσίες. Φανταστείτε ένα εβδομηντάρι για μια εβδομάδα διαμονής, ξαφνικά μπροστά σας, στο check out. Θα φεύγατε χαρούμενοι ή εκνευρισμένοι από τις διακοπές σας;
Ηδη «χτίζεται» σε πολλές περιοχές η φήμη ότι είμαστε «ακριβοί» ως προορισμός. Τώρα γινόμαστε ακριβότεροι και προφανώς λιγότερο ανταγωνιστικοί, τουλάχιστον στον τουρισμό. Αρα περισσότερο ευάλωτοι. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να προσέξουμε. Το επισήμανε η Moody’s στο κείμενο που συνόδευε τη διπλή αναβάθμιση της Παρασκευής. Εγραφε για την ανάγκη μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας σε εξωτερικούς κραδασμούς με την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Πρόσθετε ότι τυχόν πολιτικές που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα, θα ασκούσαν πιέσεις στην αξιολόγηση της χώρας. Προφανώς τα ζύγισε όλα αυτά το κυβερνητικό επιτελείο, τους έκατσε και η ζημιά του «Ντάνιελ» και η πίεση χρόνου και κατέληξαν στο να πληρώσουν τη «νύφη» οι επιχειρήσεις. Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε αν θα τους βγει ο συλλογισμός.