Η απάντηση στο ερώτημα αν η Τέχνη αντιγράφει τη ζωή ή ζωή την Τέχνη μάλλον δεν θα δοθεί ποτέ. Θα στέκει εκεί για να μας κάνει να λέμε, κάθε φορά που ακούμε μία ιστορία που μας σοκάρει, ότι αυτά συμβαίνουν «μόνο στο σινεμά», ενίοτε δε «ούτε στο σινεμά».

Από την άλλη, μια ιστορία που στο σινεμά θα την χαρακτηρίζαμε απλά μελό, όταν έχει να κάνει με ανθρώπους και όχι με κινηματογραφικούς ήρωες, με ανθρώπους που έχουν συγγενείς, φίλους, όνειρα για το μέλλον και σχέδια ζωής, παίρνει διαστάσεις τραγωδίας.

Τι είδους ταινία θα μπορούσε να γίνει η ζωή της 32χρονης Μικαέλα Τρίτχαρτ και του 35χρονου συζύγου της Φίλιπ που έχασαν τη ζωή τους στις πλημμύρες του Πηλίου;

Οι συνθήκες έγραψαν γι’ αυτό το πανέμορφο ζευγάρι των Αυστριακών ένα σενάριο που ξεκινάει ως ρομαντική ταινία και τελειώνει ως το απόλυτο θρίλερ καταστροφής.

Το πρώτο μέρος έχει ωραία τοπία, χρώματα και αρώματα από την Αργαλαστή και ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με ξανθά μαλλιά που, κάθε καλοκαίρι, έψαχνε να βρει στο χωριό της Μαγνησίας όπου ερχόταν με τους γονείς του, το μεσογειακό κομμάτι της ψυχοσύνθεσής του.

Με την αθωότητα και τον ρομαντισμό που έχουν οι ξένοι όταν επιλέγουν να κάνουν τη χώρα μας πατρίδα της καρδιάς τους.

Την Ελλάδα και το Πήλιο ερωτεύτηκε από παιδί η Μικαέλα, στην Ελλάδα και το Πήλιο ερωτεύτηκε.

Εδώ συνάντησε τον Φίλιπ παρ’ όλο που κι εκείνος ήταν από την Αυστρία.

Η ζωή είχε επιλέξει και για τους δύο ένα ειδυλλιακό σκηνικό, από αυτά που θεριεύουν τον έρωτα και χρωματίζουν, λόγω αντίθεσης, με πιο έντονα χρώματα τον εφιάλτη.

Ποιος ξέρει σε πιο πηλιορείτικο τοπίο έδωσαν το πρώτο τους φιλί, τους πρώτους όρκους αγάπης η πρωταθλήτρια του σκέιτμπορντ και ο νεαρός προγραμματιστής. Εδώ έδωσαν όμως και τους επίσημους.

Στις 25 Αυγούστου, σαράντα, περίπου, συγγενείς και φίλοι τους ήρθαν, για τον γάμο τους, από την Αυστρία στο Πήλιο και έστησαν ένα καθ’ όλα ελληνικό γλέντι.

Οι λογαριασμοί τους στα social media γέμισαν από εικόνες που μύριζαν Ελλάδα.

Κι αυτό ήταν το δικό τους καλοκαίρι, γι’ αυτό θα μιλούσαν στα παιδιά τους όταν θα τα έφερναν κι εκείνα στον τόπο που τους ένωσε.

Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνους.

Το σενάριο χάλασε, στράβωσε, πειράχτηκε. Από την επομένη του γάμου τους ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση.

Δέκα μέρες χώριζαν πλέον το όνειρο από τον εφιάλτη.

Οι συγγενείς και οι φίλοι είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην πατρίδα τους.

Το καλοκαίρι τέλειωνε, το δελτίο έλεγε ότι θα έρχονταν βροχές. Δεν βαριέσαι. Δεν ισχύει πάντα αυτό που γράφει ο Ελύτης. Δεν σκοτώνεται το καλοκαίρι με την πρώτη σταγόνα της βροχής.

Ούτε μουσκεύουνε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές. Ετσι τα «παιδιά» θα έμεναν λίγες ημέρες ακόμη.

Οι γονείς τους ήταν στον δρόμο προς την Αυστρία όταν η νεροποντή έγινε «καιρικό φαινόμενο». Προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τη Μικαέλα και τον Φίλιπ, δεν τα κατάφεραν. Υπέθεσαν ότι η κακοκαιρία θα ήταν η αιτία.

Η επικοινωνία με τον ιδιοκτήτη

Πίσω, στο Πήλιο, το πρωί της Τρίτης 5 Σεπτεμβρίου, το νιόπαντρο ζευγάρι άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι δεν επρόκειτο για μία συνηθισμένη βροχόπτωση. Το οικόπεδο στο οποίο βρισκόταν το μπανγκαλόου όπου έμεναν, λίγα μέτρα από την παραλία των Ποτιστικών, είχε αρχίσει να πλημμυρίζει.

Επικοινώνησαν με τον ιδιοκτήτη και συμφώνησαν να μεταφερθούν σε κάποιο άλλο, σε πιο ασφαλές σημείο.

Ο τελευταίος που μίλησαν γύρω στις τρεις το μεσημέρι, ο Φριτζ, επιβεβαίωσε ότι ήταν έτοιμοι να φύγουν. Δύο ώρες αργότερα, ο ιδιοκτήτης που πέρασε από εκεί είδε ότι το κτίσμα στο οποίο έμενε το ζευγάρι είχε ξεθεμελιωθεί, ένα σπασμένο «παιχνίδι» μέσα στα βρωμόνερα.

Οταν, αργότερα, βρέθηκε ένα πτώμα γυναίκας, ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσαν να το αναγνωρίσουν. Λίγα 24ωρα αργότερα, το πτώμα του άντρα ταυτοποιήθηκε από ένα τατουάζ. Την τελική απάντηση την έδωσε το DNA.

Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα «αν». Ανώφελα και βασανιστικά.

Αν το ζευγάρι δεν είχε παντρευτεί στο Πήλιο, αν είχαν επιστρέψει νωρίτερα στην Αυστρία, αν είχαν εγκαταλείψει από το πρωί το μπανγκαλόου; Ολα αυτά τα «αν» που μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή δεν μας δίνει πάντα αυτά που (νομίζουμε ότι) μας έταξε.