Ηπρόσφατη βράβευση της ταινίας «Poor things» του Γιώργου Λάνθιμου στο φεστιβάλ της Βενετίας με το ανώτατο τρόπαιο του θεσμού, τον Χρυσό Λέοντα, προκαλεί κάποιες σκέψεις, λόγω κυρίως μιας μεγάλης μερίδας από τις αντιδράσεις στη χώρα μας που την ακολούθησαν. Και όλες αρχίζουν από το γεγονός ότι ο Γιώργος Λάνθιμος είναι Ελληνας. Και εκεί τελειώνουν.
Οπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, το μέτρο χάθηκε σε σημείο να νομίζεις ότι ο Λάνθιμος είναι κάτι σαν εθνικός ήρωας, πόσω μάλλον με τη βράβευσή του να συμπίπτει με μια εποχή που το ένα κακό ακολουθούσε το άλλο στον έρμο αυτό τόπο – και δεν χρειάζεται να καταγράψω τη λίστα των κακών γιατί όλοι τα γνωρίζουμε. Η βράβευσή του στη Βενετία ήταν μια ανάσα θετικισμού στη μαυρίλα της ελληνικής ατμόσφαιρας και αυτό είναι κάτι που έως ενός σημείου το καταλαβαίνω και το κατανοώ.
Ομως ξαφνικά, άρχισες να νιώθεις ότι μεγαλύτερη σημασία είχε η καταγωγή του σκηνοθέτη της ταινίας που βραβεύτηκε από την ίδια την ταινία, κάτι βέβαια που στην τελική είναι επίσης φυσικό γιατί ισχύει παντού και σε όλα. Παραδείγματος χάρη, σε οποιοδήποτε αγώνισμα, σημασία δεν έχει το ίδιο το παιχνίδι (το αν είναι καλό ή κακό) αλλά ο νικητής του, πόσω μάλλον όταν γίνεται σε διεθνές επίπεδο. Είναι λοιπόν αποκαρδιωτικό που σημασία δεν έχει τι ταινία είναι ή τι λέει το «Poor things» αλλά το γεγονός ότι την έφτιαξε Ελληνας και ότι αυτός ο Ελληνας τιμήθηκε με μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς διακρίσεις στον χώρο του κινηματογράφου.
Για να δούμε όμως λίγο την ιστορία αλλά και την ελληνικότητα αυτού του ανθρώπου. Ναι, ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ένας σκηνοθέτης που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγάλωσε στην Ελλάδα, πέρασε από τη σχολή Σταυράκου και δούλεψε στην Ελλάδα. Εκανε μουσικά βίντεο ανάμεσα στα οποία και του Σάκη Ρουβά, επιτυχημένες διαφημίσεις («πουτ δε κοτ ντάουν»), μία κινηματογραφική ταινία «ευρείας κατανάλωσης» μαζί με τον Λάκη Λαζόπουλο («Ο καλύτερός μου φίλος») και από το 2005 με την «Κινέτα» άρχισε να διαχειρίζεται ένα «δικό» του σινεμά, πρωτοποριακό για κάποιους, ενοχλητικό για κάποιους άλλους.
Μετά την επιτυχία της ταινίας του «Κυνόδοντας» (2009) που είναι μια ελληνική παραγωγή, γυρισμένη στην Ελλάδα και αφού πέρασε από τις Κάννες (βραβείο στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα») και έφτασε ως τα Οσκαρ (προτάθηκε για το διεθνούς ταινίας), ακολούθησαν οι «Αλπεις» που το 2011 παίχτηκαν στη Βενετία όπου κέρδισαν το βραβείο σεναρίου (Λάνθιμος / Ευθύμης Φιλίππου). Και τότε ήρθε η στιγμή για τον Γιώργο Λάνθιμο να ανοίξει τα φτερά του στο εξωτερικό.
Κλήθηκε στο εξωτερικό όπου διαπρέπει. Το 2011 στο φεστιβάλ Βενετίας, στη συνέντευξη Τύπου για τις «Αλπεις» τον είχα ρωτήσει για την απόφασή του να φύγει από την Ελλάδα και να εργαστεί στο εξωτερικό. Η απάντησή του, την οποία έχω χρησιμοποιήσει κατά καιρούς, ήταν: «Στο σημείο όπου βρίσκομαι σήμερα, θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να γυρίζω ταινίες σε ξένες χώρες και όχι στην Ελλάδα. Αυτό που πραγματικά θα ήλπιζα και θα ήθελα είναι να γυρίζω περισσότερες ταινίες στην Ελλάδα. Ομως και οι τρεις ταινίες που έχω γυρίσει στη χώρα μου έγιναν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες που δεν έχουν σχέση με την οικονομική κρίση». Ο Λάνθιμος είχε επίσης αναφερθεί στη δυσκολία για τους νεότερους σκηνοθέτες να κάνουν ταινίες στην Ελλάδα «εξαιτίας της δομής των νόμων, της νοοτροπίας και του τρόπου χρηματοδότησης». Εν ολίγοις, λοιπόν, δεν χρηματοδοτούνταν.
Αυτό που εγώ καταλαβαίνω από τις δηλώσεις αυτές είναι ότι ο Γιώργος Λάνθιμος για να γίνει το όνομα που έχει γίνει σήμερα, έπρεπε να παλέψει, είτε μόνος, είτε με τη βοήθεια άλλων, εκτός Ελλάδος, όχι εντός. Και καθότι εκτός από άξιος, ένας γνήσιος καλλιτέχνης, υπήρξε επίσης τυχερός, τα κατάφερε. Επεισε ότι το «δικό» του άξιζε και αυτό ακριβώς το «δικό» του δεν σταμάτησε ποτέ να κάνει όπως μόνον εκείνος ήξερε ότι μπορούσε. Ολα αυτά στο εξωτερικό όμως, όπου τα πράγματα λειτουργούν κάπως διαφορετικά. Μήπως λοιπόν με το παράδειγμα του Λάνθιμου το εσωτερικό θα πρέπει πια να είναι πιο προσεκτικό ως προς το πώς διαχειρίζεται τα ταλέντα του; Ακόμα και παίρνοντας κάποιο ρίσκο.