Δεν το ήξερα, δεν το είχα διαβάσει ούτε το είχα ακούσει. Τυχαία έπεσα στο όνομά του, από ένα λάθος γκουγκλάρισμα συγκεκριμένα. Τάσο Μίχα τον έλεγαν και η φωτογραφία έδειχνε έναν κοτσονάτο 90άρη που απεβίωσε πριν από λίγους μήνες. Ενα «παιδί» του πολέμου, της Κατοχής και της φτώχειας που, καταμεσής του Εμφύλιου, κρατώντας σφιχτά κάτω από τη μασχάλη του το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, μια κουβέρτα δηλαδή, μπήκε σε ένα τρένο στην πατρίδα του, την Καστοριά, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Να σπουδάσει ήθελε. Και το κατάφερε. Και έγινε γεωπόνος. Είκοσι χρόνια μετά, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, διάβασε σε ένα διεθνές αγροτικό περιοδικό για ένα καρποφόρο δένδρο της Νέας Ζηλανδίας που λέγεται kiwi και ευδοκιμεί σε περιοχές στις οποίες καλλιεργούνται μήλα, αχλάδια, κυδώνια. Δηλαδή σε συνθήκες που επικρατούν σε πολλά μέρη στην Ελλάδα. Παρήγγειλε αμέσως μερικά δένδρα και επειδή, όταν έκοβε τον καρπό τους στη μέση, του θύμιζε ρόδα ποδηλάτου με τις ακτίνες της, το ονόμασε ακτινίδιο. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να πουλάνε ακτινίδια στα ελληνικά μανάβικα. Θυμάμαι μάλιστα που το είχα πρωτοδοκιμάσει. Σ’ ένα τρέντι εστιατόριο της εποχής, κοντά στη Μονή Πετράκη, όπου το σέρβιραν, περίπου, ως γλυκό. Σήμερα, η Ελλάδα είναι η τρίτη χώρα σε εξαγωγή ακτινιδίων. Και το 2022 εξήγαμε 160.000 τόνους ακτινιδίων, ενώ άλλα τόσο καταναλώσαμε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ