Ο περίπλοκος πόλεμος που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος την ημέρα που παραιτήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας φάνταζε αδιανόητος και εξωφρενικός, διαμορφώνει καθοριστικά τη νέα πολιτική εποχή. Είναι η μάχη του παλιού ύφους με το νέο: ένα στέλεχος με κυβερνητική εμπειρία και σοβαρότητα, που έχει λιώσει τα παπούτσια της σε πολιτικές ζυμώσεις μέσα στο κόμμα της, βρέθηκε να κυνηγάει, ως αουτσάιντερ μετά τον πρώτο γύρο, έναν ελληνοαμερικανό τεχνοκράτη που ήρθε για να μείνει. Ο αντίπαλός της με σύμμαχο την επικοινωνία όχι μόνο έγινε γνωστός στον κομματικό μηχανισμό μέσα σε έναν μήνα, αλλά τον κέρδισε κιόλας. Δεν έχει σημασία τι λέει ο καθένας, τι πλατφόρμα έχει – κανείς δεν ασχολείται μ’ αυτό.
Είναι η μάχη δύο διαφορετικών ταυτοτήτων: μια γυναίκα που καλείται να αποδείξει ξανά και ξανά πως δεν άγεται και φέρεται από κάποιον άνδρα του περίγυρού της (αλλά της καταλογίζεται πως τόλμησε να μην υμνεί ολημερίς τον απερχόμενο πρόεδρο), απέναντι σε έναν εκπρόσωπο της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που δεν κρύβεται και δεν νιώθει αμηχανία με τις ομοφοβικές επιθέσεις, αντιθέτως κανονικοποιεί τη ζωή του σε βαθμό που οι εκπομπές το μεσημέρι ασχολούνται με ενδιαφέρον με τον σύντροφο και την πεθερά του. Δύο δικαιωματικοί πυλώνες του προοδευτικού χώρου, που τον υπόλοιπο χρόνο συνασπίζονται στους αγώνες για την ισότητα, διεκδικούν ο ένας από τον άλλο το σπάσιμο ενός ρεκόρ: ο επόμενος πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, θα είναι γκέι ή γυναίκα.
Είναι η μάχη της Αριστεράς με τον εαυτό της: τελείωσαν οι μέρες που οι συζητήσεις αφορούσαν το μέγεθος του ηθικού πλεονεκτήματος και το πρόμο στη Μακρόνησο θα έβγαινε αυτόματα εκτός συζήτησης ως βέβηλο. Η τριβή με τον λαϊκισμό και την τοξικότητα άφησε σημάδια που δεν φάνηκαν με την πρώτη ματιά, όμως πλέον ξεχύνονται και ψηφιακά και διά ζώσης σε όποιον τολμά να φέρνει αντιρρήσεις. Οχι από τους ίδιους τους υποψήφιους, αλλά από υποστηρικτές τους. Η απομόνωση των «βαριδίων» είναι βίαιη μεν αλλά απολύτως αναμενόμενη – στη θέση αυτών που μόλις τώρα αρχίζουν να συνειδητοποιούν πόσο πολύ έχει αλλάξει η παράταξη στην οποία αφιέρωσαν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους κάποτε βρέθηκαν άλλοι, πολλοί και διαφορετικοί, που ωθήθηκαν στην έξοδο ή την αποστρατεία με εξίσου βίαιο τρόπο, χωρίς να ανοίξει ούτε μύτη.
Είναι η μάχη για ένα πολιτικό σπίτι που έχει πάρει φωτιά: η μια πλευρά τρέχει να φέρει νερό για να τη σβήσει, να σώσει ό,τι σώζεται, να βουλώσει τρύπες, να το αναστηλώσει, χωρίς να πειράξει τα θεμέλια – γνωρίζοντας πως αυτό το εγχείρημα είναι ενδεχομένως ακατόρθωτο, γιατί η ζημιά πολύ πιθανό και να μην αντιστρέφεται. Η άλλη θέλει να τα κάνει όλα στάχτη, να χορέψει πλάι στο κουφάρι του και έπειτα να το στήσει ξανά από την αρχή. Ομως δεν θα είναι το ίδιο σπίτι, θα είναι άλλο πια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται – καλύτερο ή χειρότερο, κανείς δεν ξέρει.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η έκβαση καθεμιάς από αυτές τις μάχες δεν φέρει μόνο την υπογραφή των νικητών και των ηττημένων της Κυριακής που έρχεται. Φέρει κυρίως την παρουσία και την επιρροή εκείνου που έμεινε στην προεδρία του κόμματός του δεκαπέντε χρόνια, το έπλασε όπως ήθελε και διάλεξε τον τρόπο που θα αποχωρήσει, με γνώμονα κυρίως την υστεροφημία του. Αυτό που ήθελε το πέτυχε: η Ιστορία, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα τον θυμάται σίγουρα.