Γεια σας. Είμαι ο Σταμάτης και δεν έχω τίποτα να σας πω. Τίποτα απολύτως. Κι αν είχα τα κότσια ή την ηλικία θα σταμάταγα εδώ παραδίδοντας κόλλα λευκή. Αλλά βλέπεις αλλάξαν οι καιροί και μέσα στο άναρχο του φέρεσθαι που έχει επικρατήσει τελευταία η συνέπεια και η λογική έχουν αναδειχθεί σε πράξεις άκρως επαναστατικές. Και δυστυχώς δεν μιλάω για την πολιτική σκηνή της χώρας μόνο, άλλα και για όλες τις άλλες σκηνές, ιδιωτικές, δημόσιες, κοινωνικές, λες και μαζί με τη φύση αγρίεψε κι η φύση του ανθρώπου. Κάτι αλλάζει τρομακτικά και μας βρήκε ανέτοιμους να το αντιμετωπίσουμε. Χάσκουμε βλέποντας τα γεγονότα να μας παίρνουν σβάρνα ανίκανοι να αντιδράσουμε βγάζοντας μόνο πού και πού κάτι μυκηθμούς, κάτι στραβοπατημένα Ελληνικά που λιποθυμάν στα χείλη μας πριν γίνουν λέξεις.
Ενας φίλος καλός το τερμάτισε. Μισοαστεία – μισοσοβαρά μου ‘λεγε χθες: «Λες να φταίει που κάναμε τα εμβόλια; Δεν έχουμε και τους ψεκασμένους να βρούμε ένα άλλοθι της προκοπής για την τρελή πορεία που τραβάμε. Εγώ έχω πάθει μεγάλο κακό. Κλείνω τηλεοράσεις, πετάω τις εφημερίδες βγάζω το ρούτερ από την πρίζα να μην μπει από πουθενά το κακό το δυσοίωνο, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλεί- μα πού να κλείσω μάτι». Εγώ δυστυχώς και ειδήσεις βλέπω, και εφημερίδες διαβάζω, και το ρούτερ το ‘χω κερί αναμμένο.
Οπως φοβόμουνα μικρός το σκοτεινό βάθος του πηγαδιού μας στην αυλή κι όλο εκεί έτρεχα και σκαρφάλωνα στο φιλιατρό να δω τρέμοντας, μαύρο λουστρίνι το νερό να με τραβάει να δοθώ με παφλασμό στην αγκαλιά του. Κι όταν τα πλοκάμια του φόβου με τύλιγαν κόβοντας την αναπνοή μου, έτρεχα σαν τρελός στη μητέρα μου πια, στην άλλη αγκαλιά, στην αγκαλιά της μητέρας μου έχωνα τη μουσούδα πλάι στον λαιμό της μέχρι το χάδι της να με ξαναφέρει στο φως. Ετσι και τώρα σκαρφαλώνω στο χείλος της ενημέρωσης και ρουφάω όλο τον ζόφο, όλη τη δυσωδία της τρεχάμενης ζωής μέχρι ο τρόμος να μου λυγίσει την καρδιά και πόσο μου λείπει, μα πόσο μου λείπει αυτό το άρωμα της αγκαλιάς της, αυτό το ζωογόνο χάδι που θα με ξαναφέρει στον ήλιο.
Χθες μετά από πολύ καιρό βγήκα με αφορμή ανάγκη της δουλειάς, πήγα στα μέρη εκεί που ανθίζει η νύχτα, ενίοτε κάνει και στράκες, δεν λέω ωραία ήτανε, κόσμος, χαμόγελα, φώτα, μουσικές, γενέθλια, γέλια, χορός, happy birthday to you, τούρτες να φωσφορίζουν σαν λιλιπούτεια διαστημόπλοια, αλλά σαν (εκτός από τα νιάτα) κάτι να μου ‘λειπε. Δεν ξέρω, ίσως ήταν τα απομεινάρια που αφήσαν οι πλημύρες, οι φωτιές, ο Ερντογάν, η Αχτσιόγλου, τα ζώα που πλέανε στα νερά και μου έχουνε στοιχειώσει τον ύπνο, πάντως γυρνώντας σπίτι, λίγο πριν ανάψω το φως, άκουσα μέσα μου μια παιδική φωνή να ψιθυρίζει, πως όχι. Οχι. Δεν τραγουδάει πια η ζωή. Ομως μη με ακούτε, μη μου δίνετε σημασία. Ποιος είμαι εγώ που θα σας χαλάει τη μέρα. Εγώ είμαι ο Σταμάτης και δεν έχω τίποτα να σας πω. Τίποτα απολύτως.