Οταν είχε επισκεφθεί το Φόδελε, το χωριό του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν πώς σε ένα παιδί που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε αυτό το τοπίο, με τα βουνά να κυκλώνουν τον ορίζοντα, του γεννήθηκε η επιθυμία να ταξιδέψει στις χώρες όπου πήγε και να γίνει αυτό που τελικά έγινε. Η φαντασία του ανθρώπου ξεπερνά τα όριά του, μου λέει καθώς αρχίζει να ξεφυλλίζει τις σελίδες της ζωής του. Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή τη μεγάλη συναυλία του στο Ηρώδειο όπου θα παρουσιάσει τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του. Πώς μπαίνουν 60 χρόνια δημιουργίας σε δύο ώρες; Δεν έχει απάντηση αφού παραδέχεται γελώντας ότι μέχρι πριν από λίγες μέρες ταλαιπωρούσε τους συνεργάτες του με το ποιο θα είναι το τελικό πρόγραμμα. «Δεν θυμάμαι πόσα αρχεία τούς έχω στείλει με τίτλους “Τελικό”, “Τελικό 1”, “Τελικό 2” κ.λπ.».
Απάντηση όμως δεν έχει και στην ερώτηση πώς εμπνεύστηκε για να γράψει το κάθε έργο του. «Δεν μπορείς να προσδιορίσεις τη μαγεία που βγαίνει από ένα έργο τέχνης, όποιο και αν είναι αυτό», λέει και αφηγείται μία ακόμη όμορφη ιστορία: «Είχα πάει παλιά στην Αρχαία Ολυμπία, που ήταν ο τόπος καταγωγής ενός μαθητή μου στη Δραματική Σχολή Θεοδοσιάδη όπου δίδασκα, και επισκέφθηκα το μουσείο. Εφτασα το απόγευμα. Το μουσείο ήταν δυτικό, ο ήλιος έμπαινε στο σκοτεινό δωμάτιο όπου το πάτωμα ήταν άσπρο μάρμαρο και φώτιζε το άγαλμα του Ερμή. Οταν το είδα, χωρίς να το καταλάβω, άρχισαν τα μάτια μου να τρέχουν. Ετσι μπορώ να προσδιορίσω την αισθητική χαρά. Το ίδιο ένιωθα με το έργο “Κατά Ματθαίον” του Μπαχ, όταν ήμουν φοιτητής στο Ωδείο και συμμετείχα στη χορωδία που είχε δημιουργήσει ο καθηγητής μου, ο Μενέλαος Παλλάντιος. Την πρώτη φορά που τραγούδησα όταν τελειώσαμε πήγα και αγκάλιασα τον καθηγητή μου που μου έδωσε την ευκαιρία να τραγουδήσω αυτό το αριστούργημα».
Η μαγεία της μουσικής τον είχε τυλίξει από τα τέσσερά του χρόνια. Εχει τη στιγμή εκείνη των παιδικών του χρόνων φυλαγμένη καλά στη μνήμη του. Αλλωστε εκείνο το συναίσθημα που τον πλημμύρισε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. «Ενας ιταλός αξιωματικός ήρθε στον πατέρα μου να του διδάξει ελληνικά. Μια μέρα μάς έφερε ένα τσουβαλάκι με ρύζι και δύο φυσαρμόνικες “για τα πίκολα”, όπως είπε. Από τότε έχω κολλήσει με τον ήχο της φυσαρμόνικας. Η φυσαρμόνικα δεν λείπει από κανένα έργο μου. Τότε άρχισε να αποτυπώνεται κάτι πιο συγκεκριμένο στο μυαλό μου για τη μουσική». Αυτή η ανάγκη να υπάρχει η μουσική στη ζωή του τον οδήγησε στην εκκλησία όπου άρχισε να ψέλνει. Η βυζαντινή μουσική άλλωστε είναι η μια πηγή απ’ όπου αντλεί στοιχεία για τις συνθέσεις του. Η άλλη βεβαίως είναι η παράδοση της Κρήτης και φυσικά η δυτική μουσική, την οποία σπούδασε τόσο στο Ωδείο Αθηνών όσο και στο Κονσερβατόριο του Παρισιού.
Η μουσική για τον Χρήστο Λεοντή είναι οξυγόνο. «Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε έναν άνθρωπο, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, που δεν είχε την ανάγκη να τραγουδήσει έστω και για κάποια δευτερόλεπτα μια μελωδία. Είναι εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης».
Το πρώτα τραγούδια που συνέθεσε ήταν πάνω σε εκκλησιαστικούς ύμνους. Αργότερα καταπιάστηκε με ποιήματα του Γεώργιου Δροσίνη, αλλά αυτές τις συνθέσεις, όπως λέει, τις έχει χάσει. «Ηταν τότε που άρχιζαν τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα. Η έμπνευση εκείνη την εποχή ήταν ο έρωτας». Πάντα όμως είχε το βλέμμα του στραμμένο στην κοινωνία. «Είμαι μέλος της. Καθημερινά αισθάνομαι τις ανάγκες, την αγωνία, την έλλειψη αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Ολα αυτά είναι πηγές που με τσιγκλάνε. Ο πρώτος μου δίσκος ήταν η “Καταχνιά” στα 22 μου χρόνια». Ηταν τόσο νέος που κάποιοι τότε, σε μια εποχή όπου η ταυτοποίηση της εικόνας με τον δημιουργό δεν ήταν εύκολη, φαντάζονταν ότι ο συνθέτης του έργου θα ήταν ένας τουλάχιστον ώριμος κύριος. «Εμενα, θυμάμαι, στο Παγκράτι, σ’ ένα μικρό δωματιάκι, και ως νέος της εποχής κοιμόμουν αργά και ξυπνούσα στη 1 το μεσημέρι. Μια μέρα χτυπάει το κουδούνι στις 7.30 το πρωί. Σηκώνομαι αλαφιασμένος και βλέπω στην πόρτα έναν εξηνταπεντάρη – συνταξιούχος δάσκαλος, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα – που είχε έρθει από ένα χωριό κοντά στο Αργος, όπου ο εμφύλιος πόλεμος ήταν έντονος. Ζητάει τον κύριο Λεοντή. Του αποκρίνομαι ότι είμαι εγώ. Κάνει τον σταυρό του και φεύγει. Επειτα από μισή ώρα ξαναχτυπάει και μου λέει: “Δεν θέλω εσένα, τον πατέρα σου θέλω. Αυτόν που έγραψε την «Καταχνιά»”. Του εξηγώ ότι είμαι εγώ, πέφτει στην αγκαλιά μου και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Για δύο χρόνια έπαιρνε το λεωφορείο και μου έφερνε ό,τι είχε – πορτοκάλια κ.λπ. – και έφευγε. Δεν μπήκε σπίτι ούτε για έναν καφέ. Ηταν αγωνιστής της Αριστεράς και η “Καταχνιά” τον είχε συγκινήσει γιατί του θύμιζε όλη τη δική του ζωή». Αυτό το έργο το οποίο εμπεριείχε, όπως παραδέχεται ο Χρήστος Λεοντής, τον ιδεολογικό του προσανατολισμό, έτυχε θερμής υποδοχής.
Ο ίδιος ξεκαθαρίζει ότι δεν άρχισε να γράφει μουσική από υστεροβουλία, για να κάνει σουξέ, να τα αγαπάει ο κόσμος. «Αρχισα να συνθέτω γιατί είδα την πραγματικότητα. Είδα αυτόν τον άνθρωπο για παράδειγμα, τον άνθρωπο να κλαίει. Πριν από πέντε χρόνια, όταν με είχαν καλέσει στην τελετή όπου απέδωσαν το Σκοπευτήριο της Καισαριανής στον Δήμο, με πλησιάζει ένας 95χρονος, με πολύ ευγενική φυσιογνωμία, και μου λέει: “Κύριε Λεοντή, εγώ ήμουν το παιδί που χτυπούσε την καμπάνα εκείνη την ημέρα (σ.σ.: 1/5/1944)”. Καταλαβαίνεις τώρα το πόσο αυτό μπορεί να σε καθηλώσει; Ακούω καμιά φορά στο ραδιόφωνο τραγούδια, όταν βρίσκομαι στο αυτοκίνητο, “λυπήσου με, αγάπησέ με”, και σκέφτομαι, τίποτε άλλο δεν τους απασχολεί; Με τρομάζει αυτή η παραίτηση από τα κοινά. Αν δεν συμμερίζεσαι τον κοινωνικό ιστό, αν δεν τον αφουγκράζεσαι, πώς θα γράψεις; Το προσωπικό στοιχείο που υπάρχει στα περισσότερα τραγούδια σήμερα, στην ουσία δεν αφορά κανέναν». Αραγε, μόνο όποιος συνδέεται ιδεολογικά με την Αριστερά μπορεί να αφουγκραστεί, όπως λέει, τον κοινωνικό ιστό; «Αυτό δεν έχει να κάνει με καμία κομματική ένταξη. Εγώ από γεννησιμιού μου δεν ανήκα σε κανένα κόμμα. Είμαι πολίτης αυτής της χώρας και αγωνίζομαι για μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου, για ισοτιμία. Ο ψυχισμός μου έχει αυτή τη νοοτροπία, τις προσδοκίες και αγωνίζεται γι’ αυτές. Εσείς μπορείτε να τις τοποθετήσετε όπου θέλετε. Αυτό που επιθυμώ είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Αν αυτό είναι Αριστερά, ναι, είμαι αριστερός». Ο ιδεολογικός προσανατολισμός που παραδέχεται ότι υπάρχει στη μουσική του τού δημιούργησε περιορισμούς; «Απαγορεύσεις υπήρχαν πάμπολλες, αλλά αυτό μου ενέτεινε τη δύναμη και το κουράγιο ν’ αγωνιστώ ακόμη περισσότερο. Είναι κάτι που οφείλω στην αγάπη και στην αγκαλιά που μου έδειξε ο κόσμος. Αυτόν τον κόσμο δεν θα τον προδώσω».
Τα πρώτα βήματα
Κατέκτησε το πεδίο της αναγνωρισιμότητας με σταθερά βήματα από πολύ νεαρή ηλικία. Πριν ακόμη ηχογραφηθεί ο δίσκος που θα τον έβγαζε στο πέλαγο της ελληνικής δισκογραφίας, η «Καταχνιά», υπήρξαν κάποιες πολύ σημαντικές στιγμές, σε εκείνα τα πρώτα βήματα της διαδρομής του, οι οποίες πιστοποιούσαν ότι αυτό που δημιουργούσε είχε αξία. Το υπέροχο ξεκίνημα έγινε όταν ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης τον Μάρτιο του 1963, στο θέατρο Ακροπόλ, παρουσίασε τον Χρήστο Λεοντή και τον πολυαγαπημένο και συνοδοιπόρο του Μάνο Λοΐζο, στην παρθενική τους συναυλία, όπου για πρώτη φορά έπαιξαν τη μουσική και τα τραγούδια τους στο κοινό. Το ραβδάκι της θεάς Τύχης συνεχίζει να τον ακουμπά αφού τρεις μήνες αργότερα ο ανυπέρβλητος Μάνος Χατζιδάκις τον παρουσίασε στο θεατρόφιλο κοινό με ευχές και θερμά λόγια, στη «Μαγική πόλη», την παράσταση που ανέβασε με τον Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο Παρκ. Αυτό ήταν το βάπτισμα του συνθέτη Χρήστου Λεοντή στον μαγικό χώρο της μουσικής. Η γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, που εξελίχθηκε σε μια δυνατή φιλία, συνέβη εξαιτίας μιας παράξενης ιστορίας, την οποία αφηγείται: «Οταν έγραψα το τραγούδι “Το σπίτι γέμισε με λύπη”, το έδωσα σ’ έναν φίλο μου επιπλοποιό, τον Διονύση, ο οποίος έπαιζε κιθάρα σε ταβέρνες. Του το έμαθα και άρχισε να το τραγουδάει. Εκείνη την περίοδο πήγαινε στον Βάκχο που είναι δίπλα στο θέατρο του Διονύσου. Εκεί σύχναζε ο Αλέκος Σακελλάριος, ο οποίος κυριαρχούσε εκείνη την εποχή και στο τραγούδι. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει ποιος έχει γράψει το τραγούδι. Του λέει μάλιστα “αύριο να φέρεις τον φίλο σου μαζί, αλλιώς μην έρθεις ούτε εσύ”. Μου το λέει ο Διονύσης κι εγώ αδιαφόρησα. Ερχεται ο Διονύσης ξανά και με παρακαλάει να πάω για να τον αφήσουν να τραγουδήσει. Με καλοδέχτηκε ο Σακελλάριος, μου είπε τα καλύτερα λόγια και μου ζήτησε να του γράψω τη μουσική για την επόμενη ταινία του. Δυστυχώς δεν έγινε το φιλμ αυτό, αλλά έναν μήνα αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον φίλο του δημοσιογράφο Ανδρέα Δεληγιάννη, όταν τον ρώτησε “πώς βλέπεις το μέλλον της ελληνικής μουσικής;”, είπε για μένα “υπάρχει μεγάλη ελπίδα όσο υπάρχουν μουσικοί που γράφουν τραγούδια σαν «Το σπίτι γέμισε με λύπη»”. Πήγα στου Φλόκα, όπου σύχναζε, και τον ευχαρίστησα. Ετσι γνωριστήκαμε». Ηταν μια σχέση ισχυρή, από την οποία ο Χρήστος Λεοντής πήρε από τον Μάνο Χατζιδάκι, όπως λέει, «τη γλυκύτητά του, τον ανδρισμό του, τη σκέψη του. Αρετές μεγάλες που διέθετε αυτή η σπουδαία καλλιτεχνική προσωπικότητα. Επειτα γνώρισα τον επίσης σπουδαίο Μίκη Θεοδωράκη, στου οποίου τις παρτιτούρες έκανα τις αντιγραφές για την πρώτη του συναυλία που έδωσε στο Κεντρικό. Ετσι ξεκίνησα».
Η συναυλία στο Ηρώδειο
Σε αυτά τα 60 χρόνια μουσικής πορείας ο Χρήστος Λεοντής «με γεμάτο το δισάκι της ζωής στην πλάτη» κατάφερε να δημιουργήσει έντονο αποτύπωμα στην τέχνη του και τους σημαντικότερους σταθμούς θα τους παρουσιάσει στο Ηρώδειο στις 26 Σεπτεμβρίου. Δεν ήταν εύκολη η επιλογή των τραγουδιών και των έργων που θα αποτελούσαν τον κορμό του προγράμματος, στο οποίο συμμετέχουν οι χορωδίες AMBITUS της Λεοντείου Σχολής Νέας Σμύρνης (διδασκαλία Κατερίνα Βασιλικού) και των Δήμων Κηφισιάς και Βύρωνα (διδασκαλία Θανάσης Αρβανίτης).
Ενα μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα τραγούδια γράφτηκε και για το θέατρο, τον μεγάλο έρωτα του άξιου συνθέτη, που είχε την ευκαιρία μέσα από αυτή τη δραστηριότητα να συνεργαστεί με σπουδαίες προσωπικότητες της τέχνης, αλλά και να πατήσει πάνω σε ποιητικά κείμενα προερχόμενα απ’ αυτό. «Η συναυλία αυτή, όπως ξέρεις, γίνεται με ιδιωτική πρωτοβουλία αφού απέρριψε την πρότασή μου το Φεστιβάλ Αθηνών. Για μένα δεν είναι η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ το Ηρώδειο, δεν απογοητεύθηκα όταν μου αρνήθηκαν να γιορτάσω τα 60 χρόνια μουσικής». Τα τραγούδια που θα παρουσιάσει στο Ηρώδειο με τους εκλεκτούς συνεργάτες του, μουσικούς, τραγουδιστές και φίλους από το θέατρο, είτε συμπεριλαμβάνονται σε κύκλους τραγουδιών είτε προέρχονται από το θέατρο: από τους κύκλους «Καταχνιά», «Καπνισμένο τσουκάλι», «Πρωινό άστρο», «Αχ! Ερωτα», από τις παραστάσεις «Χελιδών ηδομένη», «Καντάτα ελευθερίας», «Ερωτας αρχάγγελος», «Φλόγα που καίει», αλλά και ακυκλοφόρητα. Τραγούδια, όπως επισημαίνει, «λυρικά, ερωτικά, χορευτικά, στοχαστικά κ.λπ. Μ’ αυτά μαζί ονειρευτήκαμε, αγαπήσαμε, αγωνιστήκαμε, μαζί πορευτήκαμε αναζητώντας την ομορφιά και την ελπίδα».