Η σύλληψη των δύο τούρκων πρακτόρων για κατασκοπεία στη βάση του ΠΝ στον Πόρο λίγα 24ωρα πριν απ’ τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, ουδόλως διατάραξε τον πάση θυσία προαποφασισμένο, όπως όλα εξακολουθούν να δείχνουν κοινό δρόμο Ελλάδας – Τουρκίας προς τη Χάγη. Αραγε, ποια θα ήταν η κατάσταση, αν είχε συμβεί το αντίστροφο; Η Αθήνα φαίνεται να είναι αντιμέτωπη με το πώς θα ξεπεράσει απείρως μεγαλύτερα εμπόδια από δύο… «τυχαίους» Γκρίζους Λύκους που ίσως απλώς να… έχασαν τον δρόμο τους. Αλλωστε, ο Ερντογάν είχε την ευφυία να σπεύσει να κατασβέσει την όποια μικρή φωτιά, πριν καν ανάψει: Λίγες ώρες πριν από τη συνάντηση φρόντισε να δηλώσει ότι «με την Ελλάδα είμαστε φίλοι πολλές δεκαετίες» και μάλιστα για να πετύχει δύο στόχους. Να βγάλει κάπως τον έλληνα Πρωθυπουργό από τη δύσκολη θέση που βρέθηκε αλλά, κυρίως, να «ακυρώσει» τις συνεχείς αιτιάσεις του προέδρου της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας Γερουσιαστή Μενέντεζ με τις συνεπείς σκληρές θέσεις του κατά της Αγκυρας.
Βέβαια, είναι πασίγνωστο ότι ο Ερντογάν δεν είναι ένας τυχαίος παίκτης. Αμέσως μετά από εκείνη τη δήλωση φρόντισε να βάλει άλλο μπουρλότο: ζήτησε από τη ΓΣ του ΟΗΕ να αναγνωρίσει τα κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου ως ανεξάρτητο κράτος, ενώ έπεισε τον Μητσοτάκη, μετά από όλα όσα έγιναν, να δεχθεί κάτι εξίσου αδιανόητο όσο και η πρωτοφανής εθελοντική δήλωση του περί «υποχωρήσεων»: να συναντηθούν στο «Διπλωματικό Σπίτι της Τουρκίας» στη Νέα Υόρκη. Αυτό δεν θα ήταν θέμα υπό άλλες συνθήκες. Μα μετά από τόσο «μαστίγιο» μαζεμένο, ήταν.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί επίσης το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης, παρά τη μακρά διεθνή εμπειρία του εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός, παραβλέπει τη σημασία του λόγου του όταν μιλάει στο αμερικανικό κοινό μέσα από ένα δίκτυο όπως το CNN και λέει ότι: «Μπορούμε να συνεργαστούμε, όχι να σπρώχνουμε τις χώρες μας σε ένοπλη σύγκρουση». Φορτώνει έτσι στα μάτια αυτού του κοινού, που τμήμα του δεν έχει ιδέα τι πραγματικά συμβαίνει, πιθανότατα ούτε για το ποιος είναι, ούτε για τι ακριβώς μιλάει (όμως αυτά μένουν) ίδια ευθύνη στην Ελλάδα με εκείνη της Τουρκίας. Δεν μπορεί να μην το ξέρει. Ακόμα χειρότερα, όταν λέει ότι «διαφωνούμε σε εδαφικά θέματα». Δηλαδή, οι τουρκικές αξιώσεις για την κατάργηση της Συνθήκης της Λωζάννης δεν είναι πλέον καν ζήτημα σεβασμού του διεθνούς δικαίου και προσπάθειας, βίαιου μάλιστα, αναθεωρητισμού συνόρων; Είναι απλώς μία… διαφορά οπτικής δύο κρατών με ισοδύναμης νομιμότητας θέσεις; Αυτή είναι ξεκάθαρα δυσμενής μεταβολή της ελληνικής στάσης που κάνει γι’ αυτήν πολύ βαρύ το φθινόπωρο στη Νέα Υόρκη.
Η ουσία είναι τίποτα δεν μοιάζει ικανό να σταθεί εμπόδιο στην πορεία που έχει χαραχθεί. Οπως λέει ο Πρωθυπουργός «τα νερά στο Αιγαίο θα παραμείνουν ήρεμα». Πλην, δεν εξηγεί πώς γίνεται και τι… θα στοιχίσει στην Ελλάδα αυτό το «μαγικό», στο πλαίσιο του οποίου οι δύο ηγέτες επικύρωσαν την Τετάρτη την πορεία σε μία οδό που μέχρι σήμερα ουδείς κατάφερε να φτάσει τόσο μακριά, όσο εκείνοι έχουν ήδη φτάσει. Δυστυχώς, δεν εξηγεί το πώς. Βέβαια, αν και η Ελλάδα κατάπιε αμάσητα όλα τα παραπάνω, ο Πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε παρά να ρίξει για λίγο τον πήχη των προσδοκιών που ανά περιόδους, ανάλογα με τη συγκυρία, ανεβοκατεβαίνει σαν χαλασμένο ασανσέρ, αλλά μόνο σε επίπεδο εντυπώσεων και όχι ουσίας. Ετσι, το πρόγραμμα των διαπραγματεύσεων, ιδίως των πολιτικών, καθώς και του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, προχωρούν κανονικά. Και απλώς λόγω των γεγονότων των ημερών το κέντρο της κυβέρνησης προωθεί την παραλλαγμένη νεόκοπη θέση ότι η Χάγη είναι ακόμα πολύ μακριά και ότι «η πολιτική δεν αλλάζει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη»: ενδιαφέρουσα, καθώς υπονοεί ότι αλλάζει μεν, αλλά μόλις βολέψει…