Οταν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε πως αποχωρεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Η Εφη Αχτσιόγλου ήταν, από την πρώτη στιγμή, πριν ακόμα καλά καλά συνειδητοποιήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ τι συμβαίνει, το φαβορί για τη διαδοχή του. Βρήκε έναν αντίπαλο από το πουθενά. O Στέφανος Κασσελάκης, ήδη από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, ήξερε σε ποιο συριζαϊκό κοινό σκόπευε να απευθυνθεί: «Αν θέλετε να γυρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ στο ασφαλές λιμάνι της αριστερής καθαρότητας, μάλλον δεν είμαι η κατάλληλη υποψηφιότητα».
Τι ήξεραν στον ΣΥΡΙΖΑ για τον Κασσελάκη; Η πραγματική απάντηση είναι ότι, στις 2 Σεπτεμβρίου του 2023, όλοι γνώριζαν μόνο όσα ο ίδιος είχε δώσει στη δημοσιότητα. Ηξεραν πως συμμετείχε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ ως εκπρόσωπος των αποδήμων έπειτα από πρόσκληση του Αλέξη Τσίπρα. Ηξεραν πως είναι ελληνοαμερικανός εφοπλιστής που μένει εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στα κοινά και πως είναι μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας – ο ίδιος έκανε γνωστή τη σχέση του ύστερα από έναν διαπληκτισμό του με υποψήφιο της Ελληνικής Λύσης σε τηλεοπτικό πάνελ. Το σύνθημα έκανε εξαιρετικό τίτλο: «Δεν είναι άποψη, είναι η ζωή μου». Στις εθνικές εκλογές, παρότι ένατος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε κανονική καμπάνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνοντας επιμέλεια και εργατικότητα, χωρίς φαινομενικά προσωπικό όφελος. Ο αριθμός των ακολούθων του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε ήδη αυξηθεί όταν, μετά τις πυρκαγιές του Αυγούστου, επισκέφθηκε τη Ρόδο και ανέβασε ένα βίντεο αυτοψία με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον σύντροφό του.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ blitzkrieg.
Μα ποιος είναι αυτός ο τύπος; Ο Κασσελάκης, μέσα σε περίπου τριάντα μέρες, αποδύθηκε σε ένα υποδειγματικό επικοινωνιακό blitzkrieg με εμφανείς αμερικανικές επιρροές: αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας που έζησε το αμερικάνικο όνειρο, Ελληνας της διασποράς που τιμάει την καταγωγή του, πατριώτης χωρίς εθνικιστικές κορόνες (όπως ένας οποιοσδήποτε Δημοκρατικός), προοδευτικός με ρεαλισμό (όπως ένας μετριοπαθής Δημοκρατικός), δικαιωματιστής και άνετος με τον φακό και τη δημοσιότητα. Στην ουσία, αυτό το τελευταίο σημαίνει πως δεν φοβάται τις επιθέσεις – αντιθέτως, τις αποζητά, παίζοντας το χαρτί του «ανοιχτού βιβλίου» και επιτρέποντας στους δημοσιογράφους (που, πάντως, «γουστάρει να ξεδοντιάσει») να ξεψαχνίσουν κάθε πτυχή της ζωής του.
Ο Κασσελάκης, στον πρώτο γύρο έπαιξε στα δάχτυλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πάλι με τρόπο που θυμίζει πολιτικές καμπάνιες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Αμεσος, συμβολικός και αυθάδης – είπε «ψηφίστε με αν θέλετε κάποιον που να μιλάει καλύτερα αγγλικά από τον Μητσοτάκη» πριν καλά καλά μάθουν ποιος είναι μέσα στο κόμμα του, κούνησε το δάχτυλο στην παλιά γενιά των αριστερών του κόμματος για τα συνειδησιακά τους κολλήματα, επισκέφτηκε τη Μακρόνησο για προεκλογικό προμόσιον και δεν ζήτησε συγγνώμη για τη χρήση του χώρου. Και όσο τα βιντεάκια του στο Τικ-Τοκ και το Instagram αβγάτιζαν και διαμοιράζονταν από τον έναν στον άλλον, ως σύγχρονο «από στόμα σε στόμα» ακόμα και για την πλάκα, ο ίδιος περιόριζε τις δημόσιες εμφανίσεις του στα προσεκτικά επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ομιλίες του και τις αναρτήσεις των 140 χαρακτήρων στο twitter. Αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόσκληση για να φιλοξενηθεί σε στούντιο, με τη δικαιολογία πως προτιμάει να ακούει τα προβλήματα των πολιτών – έκανε περιοδείες παντού και στη Θεσσαλία μίλησε για τη συγκίνηση που του προκάλεσε μια λασπωμένη σημαία. Οι αντίπαλοί του λένε πως έχει επίγνωση των αδυναμιών του, γι’ αυτό αρνείται να πάει σε ντιμπέιτ με μια έμπειρη αντίπαλο που προκρίνει ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα. Αυτή η εντύπωση εντάθηκε τις τελευταίες μέρες, όταν, απαντώντας στο πόδι, πιάστηκε μπερδεμένος (κατά τον ίδιο, κουρασμένος) για την Κύπρο και τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία, αποκαλώντας το ψευδοκράτος «κρατίδιο» και προκαλώντας την αντίδραση τόσο της Αχτσιόγλου όσο και μέσων ενημέρωσης στην Κύπρο.
ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΤΣΙΠΡΑΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΝ.
Ποτέ ξανά η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει τέτοια επικοινωνιακή καταιγίδα, ποτέ κανείς δεν αξιοποίησε τα μέσα της νέας εποχής για να κάνει πολιτική νέας εποχής. Δύο μόνο πρόσωπα προϋπήρξαν με αυτόν τον τρόπο επικοινωνιακά: ο πρώτος που έφερε αμερικανικού τύπου καμπάνια στη χώρα ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν άρπαξε μια σκούπα και άρχισε να καθαρίζει τα σκουπίδια του πασοκικού συνεδρίου που μόλις είχε τελειώσει. Εκείνος όμως δεν είχε απλώς το επώνυμο του ιδρυτή του κόμματός του, είχε πίσω του πάνω από μία δεκαετία πολιτικής ζύμωσης σε κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις. Οταν προσπάθησε να αλλάξει τα σύμβολα της παράταξης βρήκε σθεναρή αντίσταση από τα απλά μέλη – την ίδια ώρα, ο Κασσελάκης υπόσχεται πως θα τα αλλάξει όλα και προειδοποιεί όσους δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν. Ο δεύτερος ήταν ο Αλέξης Τσίπρας, που ήταν ο μοναδικός έλληνας πολιτικός που κατάφερε να δημιουργήσει συνθήματα που μέσα σε έξι μήνες πήρε πίσω, χωρίς να χάσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Η σημασία του Τσίπρα είναι διπλή για τον Κασσελάκη, όχι μόνο γιατί φιλοδοξεί να τον διαδεχτεί, αλλά γιατί, παρότι πριν από δύο μήνες σχεδόν δεν ήξερε φατσικά τα πρόσωπα στον ΣΥΡΙΖΑ, έμαθε γρήγορα όχι μόνο την αδυναμία που έχουν στον απερχόμενο πρόεδρο αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να κερδίσει την κούρσα.
Ούτε όμως ο Τσίπρας είναι ικανό παράδειγμα για να εξηγήσει το φαινόμενο Κασσελάκη. Το πρόσωπο που έκοψε πρώτο το νήμα για τις εκλογές της Κυριακής, μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το παιχνίδι της επικοινωνίας που ο ίδιος όρισε, έκανε τον χαρακτηρισμό «αουτσάιντερ» προτέρημα. Το γεγονός πως μέχρι πρότινος ήταν εξωτερικός παρατηρητής της ελληνικής πολιτικής σκηνής τον μετέτρεψε σε άγραφο χαρτί – ρίχνεται με πάθος στη φωτιά για τον Τσίπρα, αλλά δεν θα χρειαστεί, αν όντως εκλεγεί, να υπερασπιστεί ούτε μια στιγμή τις κυβερνητικές θητείες του ΣΥΡΙΖΑ. Με τα ιδιαίτερα, διαφορετικά δεδομένα του ελληνικού προοδευτικού χώρου, οι αλλαγές που φέρνει ο τρόπος του Κασσελάκη θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις όμοιες με αυτές που υπήρξαν στη Γαλλία με τον τρόπο του Εμανουέλ Μακρόν – χωρίς σαφή πολιτική τοποθέτηση εκτός μιας μετριοπαθούς, δημοκρατικής ομπρέλας, στην αρχή και εκείνος κάλεσε στην κάλπη μη παραδοσιακούς ψηφοφόρους από δεξιά και αριστερά, οι οποίοι μεταξύ άλλων είχαν στόχο να τιμωρήσουν τα κομματικά στάτους κβο των Συντηρητικών και των Σοσιαλιστών. Η ψήφος από τη βάση κάνει αυτή την επιχείρηση εφικτή – όπως φάνηκε στην προσπάθεια που υπήρξε να βρεθούν οι υπογραφές που θα εγκρίνουν την υποψηφιότητα Κασσελάκη στο συνέδριο, σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενδεχομένως να μην του επιτρεπόταν από το κομματικό καταστατικό καν να είναι υποψήφιος.
ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Στην αυριανή τελική μάχη για την φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ «κλείνει» και μια καμπάνια που, είτε είναι νικηφόρα είτε όχι, εγκαινιάζει έναν νέο τρόπο αντίληψης της πολιτικής, στην οποία η ιδεολογία έπεται της επικοινωνίας – όχι σε σημασία, αλλά σε χρησιμότητα. Ο εκάστοτε ηγέτης, όπως σε μεγάλο βαθμό έκανε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις προηγούμενες εθνικές κάλπες, αντιλαμβάνεται τη δημόσια παρουσία του με όρους αγοράς – είναι προϊόν που αναπαράγεται από άλλους χρήστες, διαμορφώνει ο ίδιος την εικόνα του με ή χωρίς τη βοήθεια των συστημικών ΜΜΕ και δημιουργεί ένα αφήγημα που βασίζεται κυρίως στην προσωπικότητά του και στο δικό του δημόσιο αποτύπωμα. Δεν έχει ή δεν δείχνει την πολιτική του πλατφόρμα: ένας ηγέτης 30 ημερών στήνει ένα μοντέλο μεσσιανικό, από πάνω προς τα κάτω.
Το 2017 ήταν παράδοξο η Κεντροαριστερά να οδηγείται στις κάλπες για την εκλογή ενός αρχηγού που θα αναλάμβανε να διαμορφώσει έναν νέο φορέα όπως εκείνος προτιμούσε – σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, αυτός ήταν και ο λόγος που το «κουκούλι» του Κινήματος Αλλαγής έπεσε νωρίς, γιατί η τότε πρόεδρος επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να αφομοιώσει τη νέα δομή και να μην αφομοιωθεί από αυτή. Το «μοντέλο Κασσελάκη» πάει τις δυνατότητες ενός αρχηγού δύο βήματα παραπέρα: την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί, σε ένα επόμενο κόμμα, σε μια βελτιωμένη έκδοση, η εικόνα θα κρίνει με όρους φαβορί την αναμέτρηση.