Η πρόθεση της Δύσης να σπάσει το «μονοπώλιο» της Κίνας στις εφοδιαστικές αλυσίδες που καταλήγουν στην Ευρώπη είναι γνωστή. Το ίδιο και η φιλοδοξία της Ινδίας να αποτελέσει έναν εναλλακτικό προμηθευτή, η οποία εκφράστηκε και κατά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής του G20, από την οποία έλειπε ο Σι Τζινπίνγκ. Τα σχέδια που καταστρώθηκαν εκεί, ωστόσο, για τη δημιουργία ενός νέου «διαδρόμου» προς την Ευρώπη φαίνεται πως τα λογάριασαν χωρίς τον… ξενοδόχο. Με άλλα λόγια, χωρίς την Τουρκία, η οποία έσπευσε σχεδόν αμέσως να προτείνει τη δική της εκδοχή – με αποτέλεσμα, πλέον, να υπάρχουν στο τραπέζι δύο σενάρια για την αμφισβήτηση της απόλυτης ηγεμονίας της Κίνας στο εμπόριο.

«Κανείς διάδρομος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την Τουρκία», διεμήνυσε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ετσι, εμμέσως πλην σαφώς, επαναβεβαίωσε την απόφαση του ιδίου και της κυβέρνησής του να υπονομεύσουν με οποιονδήποτε τρόπο κάθε σχέδιο που δεν θα έχει την Τουρκία στο επίκεντρό του, καθιστώντας την ένα στρατηγικής σημασίας εμπορικό και ενεργειακό κόμβο. Με άλλα λόγια, σε «γέφυρα» ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, έναν ρόλο που ιστορικά διαδραμάτιζε, εξαιτίας και της καίριας γεωγραφικής θέσης της, από την εποχή του αποκαλούμενου Δρόμου του Μεταξιού.

Αυτή ακριβώς η φιλοδοξία υπαγορεύει και πολλές από τις κινήσεις της Αγκυρας. Οπως η συμφωνία με τη Μόσχα για την ενέργεια και τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη (έστω κι αν η συμφωνία έχει για την ώρα «παγώσει», καθώς οι δύο πλευρές δεν τα έχουν βρει αναφορικά με το ποια θα έχει το πάνω χέρι). Το ίδιο και η προσπάθεια να σαμποταριστεί ο αγωγός East Med, που συνοδεύεται από την απαίτηση να μεταφέρονται μέσω του εδάφους της προς τη Δύση όλες οι ποσότητες αερίου που παράγονται στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα και η πρόσκληση που απηύθυνε ο Ερντογάν στον Ιλον Μασκ για να κατασκευάσει μονάδα παραγωγής της Tesla σε τουρκικό έδαφος.

Ανάμεσα σε όλα όμως αυτή την περίοδο φαίνεται πως ξεχωρίζει το μπρα ντε φερ που έχει να κάνει με τη μεταφορά αγαθών τα οποία παράγονται στην Ινδία – η οποία επιδίδεται σε… ντεμαράζ προκειμένου να ανταγωνιστεί την Κίνα – προς τις αγορές της Ευρώπης. Υπό αυτό το πρίσμα, εξάλλου, πρέπει να ερμηνευθεί και η παραπάνω δήλωση του Ερντογάν μετά το G20, καθώς οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη σύνοδο μάλλον αποκλίνουν από τα δικά του σχέδια και τον ανησυχούν.

Οχι στο Ισραήλ, ναι στο Ιράκ

Μήλον της Εριδος, σύμφωνα και με σχετικό ρεπορτάζ των «Financial Times», είναι το πράσινο φως που έδωσαν οι συμμετέχοντες, με τη διαρκή παρότρυνση των ΗΠΑ και της ΕΕ, για τη δημιουργία ενός εμπορικού διαδρόμου ο οποίος θα ξεκινά από την Ινδία και θα καταλήγει στην Ευρώπη παρακάμπτοντας πλήρως την Τουρκία. Κι αυτό διότι, όπως φαίνεται και στο σχετικό γράφημα, θα φτάνει στις ακτές του Ισραήλ στη Μεσόγειο, αφού προηγουμένως θα έχει διασχίσει το έδαφος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας.

Προκειμένου, μάλιστα, να μην υπάρχουν αμφιβολίες αναφορικά με το συνολικό σκεπτικό της Αγκυρας, ο υπουργός Εξωτερικών και πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ, Χακάν Φιντάν, έσπευσε να θέσει ευθέως το ζήτημα των γεωπολιτικών συσχετισμών και ισορροπιών. «Ενας εμπορικός δρόμος δεν έχει να κάνει μόνο με τις ανάγκες του εμπορίου. Αντανακλά, επίσης, τον γεωστρατηγικό ανταγωνισμό» τόνισε χαρακτηριστικά μιλώντας στους «FT». Ο ίδιος, δε, αφού ισχυρίστηκε ότι ο διάδρομος τον οποίο ενέκρινε το G20 δεν είναι βέβαιο πως είναι «ορθολογικός και βιώσιμος», πρόσθεσε ότι βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη «εντατικές διαπραγματεύσεις» με το Ιράκ, το Κατάρ και τα ΗΑΕ γύρω από ένα εναλλακτικό σχέδιο, που θα πάρει σάρκα και οστά «εντός των επόμενων μηνών».

Ο «Αναπτυξιακός Δρόμος του Ιράκ», όπως τον έχει ονομάσει η Αγκυρα, προβλέπεται να ξεκινά από το μεγάλο ιρακινό λιμάνι στον Περσικό Κόλπο και, αφού διασχίζει όλη τη χώρα, να συνεχίζει σε τουρκικό έδαφος, μέχρι τον τελικό προορισμό, από όπου τα αγαθά θα διοχετεύονται στην Ευρώπη. Η κατασκευή, πάντα σύμφωνα με τους «FT», προβλέπει και την ύπαρξη ενός παράλληλου σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου υψηλής ταχύτητας, μήκους 1.200 χιλιομέτρων, ενώ το συνολικό κόστος εκτιμάται σε 17 δισ. δολάρια. Οσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, περιλαμβάνει τρεις φάσεις, με την ολοκλήρωση της πρώτης να προβλέπεται για το 2028 και της τελευταίας για το 2050.