Η εμφάνιση του εργατικού κινήματος, ήδη από τον 19ο αιώνα, έφερε στο προσκήνιο μια μεγάλη και κρίσιμη πρόκληση: τι μπορεί να σημαίνει μια πολιτική που εκπροσωπούσε αυτούς που ήταν «από κάτω», σε ένα πολιτικό σύστημα όπου η τυπική αναγνώριση σηματοδοτούσε συνάμα τον φενακισμό των μεγάλων κοινωνικών διαιρέσεων και συγκρούσεων. Με μία έννοια, αυτό που ιστορικά ονομάσαμε Αριστερά διεκδίκησε να είναι όχι απλώς τμήμα μιας δεδομένης πολιτικής συνθήκης, αλλά πολύ περισσότερο μια δυναμική που ερχόταν «εκτός πλαισίου» και ορίζοντα και είχε τον ριζικό μετασχηματισμό: των κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής, αλλά και του ίδιου του τρόπου με τον οποίο ασκείται η πολιτική.
Παρότι μπορεί κανείς να δει διαφορετικούς αριστερούς σχηματισμούς σε άλλες περιόδους να υποκύπτουν στις σειρήνες της προσαρμογής στους κανόνες του «αστικού πολιτικού παιχνιδιού», μια ορισμένη αίσθηση και πρακτική μιας ανταγωνιστικής μορφής πολιτικής παρέμεινε ενεργή. Αυτό αποτυπώθηκε ακόμη και σε εκφράσεις, που αργότερα μάλλον κακόπαθαν, όπως το «ήθος της Αριστεράς», με την ιδιαίτερη βαρύτητα μιας ιστορίας πραγματικών αγώνων και συχνά μεγάλων πραγματικών θυσιών.
Μόνο που αυτό κάποια στιγμή μετασχηματίστηκε σε μια απλή «ταυτότητα», ένα είδος πολιτισμικής αναφοράς, χωρίς να μεταφράζεται σε διαφορετική πρακτική. Και αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο όταν θεωρήθηκε ότι μια σειρά από επιλογές, από τη συμπόρευση με ακροδεξιούς πολιτικούς μέχρι την υλοποίηση ενός νεοφιλελεύθερου μνημονίου, μπορούσαν να δικαιολογηθούν απλώς και μόνο επειδή αυτοί που ασκούσαν την κυβερνητική εξουσία έχουν και την αντίστοιχη ταυτότητα. Μόνο που τέτοιες «ταυτότητες», όταν δεν ανατροφοδοτούνται από μια ανάλογη πράξη, στο τέλος καταλήγουν απλά κελύφη, χωρίς πραγματική μετάφραση σε πολιτικό σχέδιο. Και είναι σε αυτό το έδαφος της απεμπόλησης στην πράξη κάθε ανταγωνιστικής εκδοχής της πολιτικής που μπορούν πολύ πιο εύκολα να γίνουν οι μεγάλες μετατοπίσεις προς την ντε φάκτο υπέρβαση (και απάρνηση…) της ίδιας της έννοιας της Αριστεράς, στο όνομα μάλιστα και της γενικής αντιπολιτευτικής αποτελεσματικότητας.