Ενα στα τρία παιδιά στην Ελλάδα (32,4%) έχει δεχτεί σχολικό εκφοβισμό, σύμφωνα με έρευνα του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», με τα παιδιά μεταναστών, τα κορίτσια, τα παιδιά που βιώνουν υλική στέρηση και τα παιδιά μονογονεϊκών οικογενειών να αποτελούν τους πλέον συνήθεις στόχους συνομηλίκων τους. Την ίδια στιγμή, ένα στα έξι παιδιά – ανεξαρτήτως εκπαιδευτικής βαθμίδας – δηλώνει ότι αισθάνεται πώς το σχολείο του δεν το μαθαίνει να μην εκφοβίζοει τους συμμαθητές του, ενώ στο σύνολό τους τα 2.293 παιδιά που κλήθηκαν να απαντήσουν στην έρευνα δηλώνουν ως προτιμώμενο κανάλι αναζήτησης βοήθειας την τηλεφωνική γραμμή.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τα ανήλικα θύματα βίας; Πώς βιώνουν τις επιθέσεις που δέχονται από τους συνομηλίκους τους και ποιος είναι ο αντίκτυπος στην ψυχική τους υγεία; Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, η βία δημιουργεί επιπτώσεις που ποικίλλουν κατά περίσταση και κατά άτομο. Η αντίδραση των θυμάτων, λοιπόν, «ενδέχεται να ξεκινήσει από την ένταξη και αυτών – ως δράστες πια – σε ανάλογες ομάδες-συμμορίες ή την υιοθέτηση παραβατικής συμπεριφοράς στην πορεία της ζωής τους μέχρι την ανάπτυξη μηχανισμών άμυνας απέναντι στη θυματοποίηση ή την εμφάνιση αγχωδών και καταθλιπτικών διαταραχών. Ακόμη, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μια σειρά από δυσκολίες στις σχέσεις τους αλλά και μια σειρά από άλλες κοινωνικές ή μαθησιακές επιπτώσεις».
Σε κάθε περίπτωση, η πρόληψη και η έγκαιρη αντιμετώπιση βίαιων συμπεριφορών σε βάρος ανηλίκων κρίνεται επιβεβλημένη, παρά τις όποιες αρχικές αντιστάσεις των θυμάτων. Η ψυχολόγος του Τμήματος Πρόληψης και Ευαισθητοποίησης του «Χαμόγελου του Παιδιού» Ιωάννα Χαρδαλούπα υπογραμμίζει: «Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους το παιδί δεν μπορεί να ζητήσει βοήθεια. Μπορεί να νομίζει ότι οι ενήλικοι δεν θα το καταλάβουμε, ότι δεν θα το πιστέψουμε, μπορεί να φοβάται ότι θα γίνει κάτι χειρότερο. Αυτές είναι επιφυλάξεις τις οποίες θα πρέπει όσο μπορούμε να τις κάμψουμε». Η ίδια, πάντως, εκφράζει την αισιοδοξία της για την επούλωση των ψυχικών τραυμάτων που αφήνει μια επίθεση στην κρίσιμη παιδική ή εφηβική ηλικία. Οπως λέει, με την κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση και υποστήριξη το κάθε παιδί μπορεί να ξεπεράσει σταδιακά την τραυματική εμπειρία που βίωσε. Ομως, τονίζει ότι «ο λόγος των παιδιών θα πρέπει να έχει αντίκρισμα, η φωνή τους θα πρέπει να ακούγεται γιατί η επικοινωνία είναι ο μόνος τρόπος για να μεταφέρουν αυτά που θέλουν. Δεν θα πρέπει να υπάρξει κανένα μυστικό που μπορεί να τα κάνει να ντρέπονται, να φοβούνται, να αισθάνονται άσχημα και να χάνουν τον ύπνο τους».