Ούτε παχνιδάδικα ούτε βιβλιοπωλεία ούτε καν εκείνο του Πεχλιβανίδη (στην οδό Κοραή, λίγο πιο πάνω από τη Σταδίου αν θυμάμαι καλά) που είχε όλα τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Κανένα κατάστημα δεν μου φαινόταν τόσο φαντασμαγορικό στα μικράτα μου όσο του Καλυβιώτη. Πρώτα απ’ όλα εκεί μέσα έμαθα τα χρώματα καθώς ξερογλειφόμουν μπροστά από τις κλωστές DMC – και σε ματσάκι για κέντημα και σε καρουλάκι για ράψιμο – ενώ η μαμά μου διάλεγε φόδρες και φερμουάρ. Δεκάδες αποχρώσεις που δεν υπήρχαν ούτε στις πιο μεγάλες κασετίνες με ξυλομπογιές. Και, αργότερα, δίπλα στη μοδίστρα που ερχόταν στο σπίτι μας, άρχισα να διακρίνω τις διαφορές. Αλλο το πράσινο το φιστικί, άλλο το κυπαρισσί κι άλλο της μέντας. Αλλο το κόκκινο το καρπουζί κι άλλο το ντοματί. Αλλο το κίτρινο το μουσταρδί κι άλλο το λεμονί για να μην πάμε στη μεγάλη παλέτα του μωβ που άρχιζε από το λεβαντί, προχωρούσε στο βιολετί για να καταλήξει στο δραματικό μελιτζανί.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ