Μπορεί να μην το γνωρίζουν πολλοί αλλά η ιδέα των primaires – των εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη του προεδρικού υποψηφίου – στη Γαλλία γεννήθηκε στους κόλπους της Δεξιάς, όχι της Αριστεράς. Πρώτος την κατέθεσε δημόσια ένας γκωλικός, ο Σαρλ Πασκουά, λέγοντας αρχές του 1989 στη γαλλική τηλεόραση: «Πρέπει να βρούμε ένα σύστημα το οποίο να επιτρέπει στους ψηφοφόρους να επιλέγουν μόνοι τους τον υποψήφιο που θέλουν να δουν να εκπροσωπεί το σύνολο των πολιτικών τάσεων που συγκροτούν έναν πόλο από τη μία πλευρά και έναν πόλο από την άλλη». Ο Πασκουά έβλεπε τις primaires ως έναν τρόπο να αποφευχθούν μελλοντικά οι αδελφοκτόνες μάχες που είχαν οδηγήσει τη γαλλική Δεξιά στην ήττα στις προεδρικές εκλογές του 1988, όταν επανεξελέγη ο Φρανσουά Μιτεράν. Τελικά, όμως, πρώτοι έκαναν την ιδέα του πράξη οι Σοσιαλιστές – το δικό τους καταστατικό, άλλωστε, προέβλεπε ήδη από το 1971 δυνατότητα επιλογής του προεδρικού υποψηφίου από τα μέλη του κόμματος.
Στην πρώτη σοσιαλιστική primaire, το 1995, ψήφισαν περισσότερα από 82.000 άτομα, όλα ήδη μέλη του Κόμματος, μεταξύ δύο υποψηφίων, του Λιονέλ Ζοσπέν και του Ανρί Εμανουελί, επιλέγοντας τον πρώτο σε ποσοστό 66%. Η όλη επιχείρηση επαναλήφθηκε πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2007, με συνολικά τρεις υποψηφίους, τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ, τον Ντομινίκ Στρος-Καν και τον Λοράν Φαμπιούς. Αυτή τη φορά, η προεκλογική εκστρατεία διήρκεσε τρεις μήνες, περιελάμβανε συνολικά έξι ντιμπέιτ και πολύ περισσότερες «θανατηφόρες» ατάκες, και προκειμένου να αυξήσει τον αριθμό των ψηφοφόρων, το PS πρότεινε τη δυνατότητα εγγραφής στο κόμμα έναντι 20 ευρώ. Νικήτρια αναδείχθηκε τελικά η Σεγκολέν Ρουαγιάλ, με 60,65% σε σύνολο περίπου 180.000 ψήφων. Ούτε ο Ζοσπέν ούτε η Ρουαγιάλ κατάφεραν να εκλεγούν πρόεδροι, οι Σοσιαλιστές επέμειναν στον δρόμο των primaires, ωστόσο, το 2011, μάλιστα, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012, και θέλοντας να δημιουργήσουν γύρω από τον υποψήφιό τους μια ισχυρή δυναμική αντίστοιχη με εκείνη που είχε εκτοξεύσει τον Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία το 2008, διοργάνωσαν την πρώτη τους «ανοιχτή» primaire: για να ψηφίσει κανείς, αρκούσε να καταβάλει ένα ευρώ και να υπογράψει ένα χαρτί προσχώρησης στις «ιδέες της Αριστεράς και της Ρεπουμπλίκ». Αποδείχθηκε εξαιρετική ιδέα: περισσότεροι από 2,8 εκατομμύρια ψηφοφόροι προσήλθαν στην κάλπη επιλέγοντας τελικά τον Φρανσουά Ολάντ, μεταξύ έξι υποψηφίων. Στον δεύτερο προεδρικό γύρο, ο Ολάντ επικράτησε του απερχόμενου προέδρου, του Νικολά Σαρκοζί, με 51,64%. Η Γαλλία είχε πια μπει και επισήμως στη χρυσή εποχή των primaires.
Αρχές του 2016, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017, ένα 80% των Γάλλων, αριστεροί και δεξιοί, δήλωναν υπέρ αυτής της διαδικασίας. Κάπου επτά εκατομμύρια ψηφοφόροι, ένα 15% του συνόλου, ψήφισαν στις primaires που διοργάνωσαν οι Σοσιαλιστές και – για πρώτη φορά σε ανοιχτή μορφή – η γαλλική Δεξιά. Σχεδόν τρία εκατομμύρια συμμετείχαν στη σοσιαλιστική primaire, περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια σε εκείνη της Δεξιάς. Οι υποψήφιοι που επελέγησαν, ωστόσο, ο οριακά ακροαριστερός Μπενουά Αμόν, ο οριακά ακροδεξιός Φρανσουά Φιγιόν, δεν κατάφεραν καν να προκριθούν στον δεύτερο προεδρικό γύρο. Μεσολάβησε βέβαια η εμφάνιση ενός «οδοστρωτήρα», του «ούτε-δεξιά-ούτε-αριστερά» Εμανουέλ Μακρόν, και ένα σκάνδαλο, το PenelopeGate, που βύθισε δημοσκοπικά τον Φιγιόν – οι Σοσιαλιστές ήταν ήδη «τελειωμένοι», μετά την προεδρία Ολάντ, και η Ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν βρισκόταν ήδη, έπειτα από μία πενταετία «αποδαιμονοποίησης», σε σταθερά ανοδική πορεία. Σε κάθε περίπτωση, τότε ήταν που απέκτησαν οι primaires τη φήμη της «machine à perdre», μιας «μηχανής ήττας».
Οχι ότι δεν επαναλήφθηκαν πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2022. Αλλά επαναλήφθηκαν περισσότερο ως φάρσα – και σε κλειστή μορφή, όπως παλαιότερα, μόνο μεταξύ των μελών του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Ρεπουμπλικανών. Μια προσπάθεια πολιτών να συνασπιστούν όλα τα κόμματα της κατακερματισμένης Αριστεράς πίσω από έναν κοινό υποψήφιο στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Τελικά, η γαλλική Αριστερά κατέβασε στις εκλογές συνολικά επτά υποψηφίους, η υποψήφια της Δεξιάς απόσπασε ένα πρωτοφανώς χαμηλό 4,78% των ψήφων, η υποψήφια των Σοσιαλιστών ένα εξίσου πρωτοφανώς χαμηλό 1,74% των ψήφων και ο δεύτερος προεδρικός γύρος αποδείχθηκε ακόμη μία μονομαχία ανάμεσα στον Μακρόν και την Λεπέν, με ρυθμιστή, αυτή τη φορά, τον «τρίτο άνθρωπο των προεδρικών εκλογών», τον ακροαριστερό Ζαν-Λικ Μελανσόν. Κανένας από τους τρεις, φυσικά, δεν είχε περάσει μέσα από κάποια primaire.
«Δεν θα πάμε ποτέ σε primaires για έναν λόγο επιβεβαιωμένο από την Ιστορία, από όλους όσοι έκαναν primaires, κανείς δεν βγήκε ποτέ ζωντανός. Επιπλέον, η primaire πριμοδοτεί πάντα εκείνον ή εκείνη που διχάζει λιγότερο, που φοβίζει λιγότερο. Και αυτό καταλήγει σε γενικό ξεκαύ*ωμα», διακήρυξε πρόσφατα ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του 2027, προκαλώντας μπόλικο θόρυβο. Αυτό είναι το πρόβλημα με τις primaires, μπορεί κανείς να δει σε αυτές τα πάντα και τα αντίθετά τους. Ακόμα και σήμερα, η Γαλλία εξακολουθεί να ερίζει για το κατά πόσο είναι «μαγικές», ή «καταραμένες», μία «ομολογία αδυναμίας» ή μία «βούληση για διάλογο», μία δημοκρατική «πρόοδος» ή μια δημοκρατική «οπισθοχώρηση». Κι αν ήταν απλώς ένας καθρέφτης της εκάστοτε εποχής τους;