«Είναι μια πορεία που άλλοτε μοιάζει αδιέξοδη και ανυπόφορη και άλλοτε είναι απλώς υποφερτή».

Ετσι περιγράφει η Ε.Σ., θύμα ενδοοικογενειακής βίας, την προσωπική διαδρομή της. Και είναι πολλές οι γυναίκες σαν την Ε.Σ. που ζουν με τον φόβο μιας απειλής η οποία κατοικεί μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Κάποιες προσπαθούν να «αποδράσουν». Ομως, δυστυχώς, δεν τα καταφέρνουν πάντα. Σύμφωνα με έρευνα του 2020, περίπου το 37% των γυναικοκτονιών συμβαίνει όταν η γυναίκα ανακοινώνει την πρόθεσή της ή προχωρά σε χωρισμό.

Είναι οι γυναίκες της διπλανής πόρτας: φίλες, συγγενείς και συναδέλφισσες που νιώθουν απροστάτευτες μπροστά στις βίαιες αντιδράσεις του συζύγου ή του συντρόφου, όπως η 22χρονη από τον Βόλο που κρατούνταν φυλακισμένη μαζί με το παιδί της και κακοποιούνταν συστηματικά από τον 28χρονο σύντροφό της.

Παρά τη σύλληψη και προφυλάκιση του κακοποιητή και την εγκατάστασή της σε δομή προστασίας, ο φόβος για τη ζωή της δεν μετριάζεται, εξαιτίας της μακροχρόνιας κακοποίησης που κατέστη «κανονικότητα».

Η Ζέφη Δημαδάμα, γενική γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, θυμάται πολλά περιστατικά βίας με θύματα γυναίκες και θύτες τους συζύγους / συντρόφους: «Οι γυναίκες αυτές ζουν από ελάχιστα λεπτά μέχρι ατελείωτες ώρες με λεκτική βία, με ψυχολογική βία – τη λεγόμενη “αόρατη βία” – αλλά και με σωματική βία, ζουν με τον φόβο της ανθρωποκτονίας ή ακόμη και με την απειλή εις βάρος των παιδιών που ενδεχομένως βρίσκονται μέσα στο σπίτι.

Κρύβονται σε ντουλάπες, στο μπάνιο, προσπαθούν να φύγουν από το δωμάτιο όπως όπως ή κλειδώνονται σε αυτά για να σταματήσει ο ξυλοδαρμός – η απόπειρα δολοφονίας τους».

Ενα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα θύματα έμφυλης ενδοοικογενειακής βίας είναι ότι δεν μπορούν να βρουν διέξοδο, να ζητήσουν βοήθεια, ιδίως τις στιγμές του «ξεσπάσματος», του παραληρήματος, του μαρτυρίου τους.

Σε μια προσπάθεια να θεραπευτεί αυτή η κρίσιμη έλλειψη, πριν από έξι μήνες, στις 23 Μαρτίου, εγκαινιάστηκε πιλοτικά μία ψηφιακή εφαρμογή, το «κουμπί πανικού» (panic button), στις περιοχές ευθύνης των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης, προς το παρόν.

Στόχος είναι η άμεση παρέμβαση της Αστυνομίας όταν οι γυναίκες σε κίνδυνο πατούν το κουμπί. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., από τις 23 Μαρτίου μέχρι τις 31 Αυγούστου, 562 γυναίκες που έχουν καταγγείλει ενδοοικογενειακή βία σε Αττική και Θεσσαλονίκη έχουν ζητήσει και έχουν λάβει την εφαρμογή, ενώ 75 από αυτές την έχουν ήδη ενεργοποιήσει έστω μία φορά.

Η εφαρμογή εγκαθίσταται στο smartphone της δικαιούχου και μέσω αυτής μπορεί να ενημερώσει με ασφαλή και άμεσο τρόπο την Αστυνομία όταν νιώθει ότι απειλείται η σωματική ακεραιότητά της ή η ζωή της.

Με κωδικό

Οπως, μάλιστα, εξηγεί η Ζέφη Δημαδάμα, δεν πρόκειται για μια εφαρμογή που γράφει με μεγάλα γράμματα panic button.

«Δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει τον σκοπό της έτσι.

Εχει δημιουργηθεί με τέτοιον τρόπο που να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμη και αναγνωρίσιμη από τον θύτη / κακοποιητή, ώστε να μπορεί η γυναίκα εύκολα και άμεσα να τη χρησιμοποιήσει την ώρα που κινδυνεύει, χωρίς να γίνει αντιληπτή», περιγράφει και εξηγεί τη διαδικασία εγκατάστασης: «Η εφαρμογή χορηγείται στις γυναίκες – θύματα ενδοοικογενειακής βίας που προσέρχονται στα αστυνομικά τμήματα ή στα συμβουλευτικά κέντρα του δικτύου της Γενικής Γραμματείας.

Το κουμπί λειτουργεί με έναν αριθμημένο κωδικό που λαμβάνει η κάτοχος του κινητού ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στην εφαρμογή».

Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., «κάθε φορά που η δικαιούχος πατάει παρατεταμένα και συγκεκριμένα για τρία δευτερόλεπτα την ένδειξη στο κινητό της τηλέφωνο, η εφαρμογή ενεργοποιείται και αποστέλλεται ένα αυτοματοποιημένο γραπτό μήνυμα στο Επιχειρησιακό Κέντρο της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής, στο οποίο περιλαμβάνονται απαραίτητες πληροφορίες της δικαιούχου, τις οποίες έχει καταχωρίσει η ίδια, καθώς και ένας συνδυασμός με τη θέση γεωεντοπισμού της, ώστε να μπορούν οι αστυνομικοί να φτάσουν άμεσα και να επέμβουν, ακόμα και αν το θύμα βρίσκεται τη δεδομένη στιγμή εκτός Αττικής ή Θεσσαλονίκης».

Ασπιδα.

Μιλώντας στα «ΝΕΑ», η Ε.Σ. (τα στοιχεία της οποίας προστατεύονται για προφανείς λόγους) περιγράφει πώς πληροφορήθηκε την ύπαρξη της εφαρμογής.

«Ενημερώθηκα για το panic button από τη σύμβουλο κοινωνικής στήριξης στο συμβουλευτικό κέντρο της ΓΓΙΑΔ όπου απευθύνθηκα, αφού είχα ήδη πέσει θύμα βίας», λέει, προσθέτοντας ότι αποτελεί για εκείνη μία «ασπίδα».

«Αισθάνομαι ασφάλεια γνωρίζοντας ότι έχω γρήγορη πρόσβαση από το κινητό μου για βοήθεια», ξεκαθαρίζει. «Ευτυχώς, από την εγκατάστασή του και έπειτα δεν έχει χρειαστεί να το πατήσω…».

Αλλωστε, πέραν των πληγών που αφήνει η έμφυλη ενδοοικογενειακή βία στο σώμα και στην ψυχή των θυμάτων, αυτό που καταφέρνουν οι κακοποιητές είναι να αποξενώνουν αλλά και να μεταδίδουν το αίσθημα της ντροπής στα θύματα.

Απευθυνόμενη, λοιπόν, σε άλλες γυναίκες που έχουν επίσης βιώσει κακοποίηση, η Ε.Σ. είναι ξεκάθαρη. Τις καλεί να μιλήσουν σε αυτούς που μπορούν πραγματικά να τις βοηθήσουν. «Αν μπορούσα, θα τις συμβούλευα να κάνουν μια αρχή και να εμπιστευτούν τους ειδικούς που γνωρίζουν πώς να μας εμψυχώσουν για να δούμε τον εαυτό μας ξανά με αισιοδοξία – άλλο ένα αίσθημα που στερεί η κακοποίηση».

Επιχειρώντας έναν απολογισμό των πρώτων έξι μηνών της εφαρμογής, οι επαγγελματίες που στελεχώνουν τα δέκα συμβουλευτικά κέντρα της ΓΓΙΑΔ στην Αττική αναφέρουν ότι σε αυτό το – μικρό – διάστημα έχουν ενημερωθεί 219 γυναίκες για την εφαρμογή, 39 από αυτές την έχουν παραλάβει, δύο έχουν κλείσει ραντεβού για να λάβουν άμεσα τον απαραίτητο κωδικό, ενώ 12 από αυτές που έλαβαν ήδη κωδικό επισκέφθηκαν τα συμβουλευτικά κέντρα για περαιτέρω ψυχολογική υποστήριξη. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι οι περιοχές με τον μεγαλύτερο αριθμό γυναικών που θέλησαν να ενημερωθούν για την ψηφιακή εφαρμογή προστασίας (65 και 60 γυναίκες αντίστοιχα) και ακολουθούν οι περιοχές Κερατσινίου – Δραπετσώνας και Πειραιά (20 και 18 γυναίκες αντίστοιχα). Εντεκα γυναίκες από το Συμβουλευτικό Κέντρο Αθήνας (Νίκης) την έχουν ήδη εγκαταστήσει και δώδεκα από τις περιοχές Κερατσινίου – Δραπετσώνας.

Οι «στοχοι».

Το κοινωνικό στίγμα, ωστόσο, παραμένει ένας πανίσχυρος αποτρεπτικός παράγοντας στην πορεία των γυναικών – θυμάτων προς τη λύτρωση. Ετσι, η βία παραμένει σιωπηλή και υποκαταγράφεται. Αλλωστε, θύματα και θύτες δεν προέρχονται από κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ή οικονομική διαστρωμάτωση, ούτε από συγκεκριμένο εκπαιδευτικό υπόβαθρο. Γι’ αυτό οι γενικεύσεις και κατηγοριοποιήσεις είναι τελικά επισφαλείς, με τους κακοποιητές αλλά και τους «στόχους» τους να είναι «άτομα υπεράνω πάσης υποψίας».

Η Ζέφη Δημαδάμα θυμάται ένα περιστατικό ακραίας ενδοοικογενειακής βίας που τη σημάδεψε: «Είχα ξεκινήσει να συνεργάζομαι με έναν ευρωπαϊκό οργανισμό για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών. Ηταν βράδυ και έχοντας γυρίσει από το πανεπιστήμιο χτύπησε το τηλέφωνο μιας φίλης, η οποία μου είπε ότι μία άλλη κοινή μας φίλη βρίσκεται στο σπίτι της αιμόφυρτη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η γυναίκα θα αντιμετώπιζε θέματα βίας, αρχικά πίστεψα ότι είχε κάποιο ατύχημα. Την εικόνα που αντικρίσαμε όταν φτάσαμε στο σπίτι της, παρότι έχουν περάσει 12 χρόνια, δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ηταν τόσο άγρια κακοποιημένη που σχεδόν το πρόσωπό της δεν αναγνωριζόταν. Ο σύζυγος – δράστης θεωρούσε ότι προκαλούσε επειδή είχε ένα τόσο όμορφο πρόσωπο. Ολα τα χτυπήματα που δέχτηκε ήταν στο πρόσωπο. Οταν της είπαμε ότι πρέπει να πάμε άμεσα στο νοσοκομείο δεν ήθελε να ακολουθήσει, φοβούμενη να εκθέσει τον άνδρα της».

Δίκτυο δομων.

Το «κουμπί πανικού» για να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πρέπει να συνοδεύεται από μία ολοκληρωμένη κρατική παρέμβαση που στόχο δεν θα έχει μόνο την αντιμετώπιση και πρόληψη περιστατικών βίας αλλά και την ψυχοσυναισθηματική ενδυνάμωση των γυναικών – θυμάτων.

Οπως εξηγεί η γενική γραμματέας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία ένα ολοκληρωμένο δίκτυο δομών που αποτελείται από 44 συμβουλευτικά κέντρα, 20 ξενώνες και 24ωρη τηλεφωνική γραμμή βοήθειας (15900).

«Στους ξενώνες αυτή τη στιγμή φιλοξενούνται 63 γυναίκες και 79 παιδιά, ενώ στα συμβουλευτικά κέντρα – μόνο τον Αύγουστο – απευθύνθηκαν 367 γυναίκες». Επόμενος στόχος της ΓΓΙΑΔ είναι η «επέκταση» του panic button προκειμένου να καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια, καθώς και η περαιτέρω εξειδίκευση των εμπλεκομένων – ΕΛ.ΑΣ., ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό κ.ο.κ.

Παρ’ όλα αυτά, το πάτημα του κουμπιού, όσο απλό και αν ακούγεται, δεν είναι μια εύκολη απόφαση για τις γυναίκες που ζουν δέσμιες του φόβου. «Μπορεί να είναι στο χέρι μας, αλλά θα πρέπει να ωριμάσει μέσα μας η απλούστατη κίνηση να πατήσουμε το κουμπί.

Θέλει χρόνο και ενθάρρυνση, αλλά είναι ταυτόχρονα μια αστραπιαία διαφυγή», λέει η Ζέφη Δημαδάμα και επαναλαμβάνει αυτό που τα εξειδικευμένα στελέχη του δικτύου υποστήριξης λένε στις γυναίκες που ζητούν τη βοήθειά τους: «Είναι ανώφελο να προσπαθείς να δικαιωθείς από τον σύντροφο / σύζυγο.

Οπως στην κινούμενη άμμο, όσο πιο πολύ παλεύεις τόσο περισσότερο βυθίζεσαι. Η ενοχή δεν σε βοηθάει. Είμαστε αποφασισμένες στο υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας να υποστηρίξουμε το δίκτυό μας για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών, με απώτερο στόχο όμως την εξάλειψη κάθε μορφής βίας».