Το ενδιαφέρον των σύγχρονων συγγραφέων για την ανεξάντλητη δεξαμενή της αρχαιοελληνικής γραμματείας είναι δεδομένο και αρκετά συχνά οδηγεί σε νέες αναγνώσεις της Ιστορίας, η οποία, παρά τα φαινόμενα, δεν επαναλαμβάνεται. Δεν αποφεύγει, ωστόσο, τις αναλογίες και τις προτυπώσεις. Ενα από τα νεότερα βιβλία που συναντάμε στην εργογραφία του Ολλανδού Ilja Leonard Pfeijffer – ο οποίος έχει ολοκληρώσει Κλασικές Σπουδές και έχει διδάξει Αρχαία Ελληνικά – είναι το ιστορικό μυθιστόρημα για τον Αλκιβιάδη (εκδ. De Arbeiderspers Acantilado, αναμένεται το 2024).

Πριν από πέντε χρόνια, εξάλλου, είχε κυκλοφορήσει η νεότερη βιογραφία του Αλκιβιάδη με τίτλο «Nemesis» από τον κλασικιστή Ντέιβιντ Στάταρντ για λογαριασμό του Harvard University Press. Εκεί έρχονται στην επιφάνεια άγνωστες λεπτομέρειες για τον Αλκιβιάδη Κλεινίου Σκαμβωνίδη, έναν άνθρωπο με πολλές ιδιότητες. Το υλικό που έχει συσσωρευτεί επιτρέπει ακόμη και εικασίες όχι αναμενόμενες σε πρώτη ανάγνωση: «Οι “Βάκχες” θα μπορούσαν να είναι – ίσως ήταν πράγματι – μια παραβολή για τον Αλκιβιάδη, μία προβολή για την αμοραλιστική του επίδραση στην Αθήνα. Οπως και ο Διόνυσος, ο Αλκιβιάδης ήταν όμορφος, αλλά αδίστακτος, άλλαζε μορφές (σαν χαμαιλέοντας λέει ο Πλούταρχος) για να προσαρμόζεται στις περιστάσεις, ένας αποφασισμένος άνθρωπος που τον ακολουθούσε ένα πλήθος από πιστούς οπαδούς».

ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΙ. Υπάρχει πάντα, όμως, ο «Αλκιβιάδης» της Ζακλίν ντε Ρομιγί (εκδ. Graal/ Το Αστυ, μτφ. Αθηνά – Μπάμπη Αθανασίου, Κατερίνα Μηλιαρέση, 1995), μονογραφία που, εκτός άλλων, υπενθυμίζει τη διαβρωτική επιρροή του ακατέργαστου ναρκισσισμού στη δημόσια σφαίρα. «Ξέρουμε ότι η ομορφιά [του] συνοδευόταν από χάρη και μεγάλη τέχνη να γοητεύει… Ηξερε να θέλγει ακόμα κι εκείνους που είχε προσβάλει… Με μια διάθεση για μελετημένες προκλητικές εμφανίσεις ο ωραίος Αλκιβιάδης περπατούσε συχνά στην αγορά με μακρύ πορφυρό ένδυμα. Ηταν η βεντέτα, το αγαπημένο παιδί της Αθήνας, εκείνος στον οποίο επιτρέπονταν τα πάντα και κάθε τι δικό του ήταν αγαπητό. Οι βεντέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης είναι για μας ό,τι ήταν για την Αθήνα αυτός ο ωραίος νέος άνδρας, με τη μόνη διαφορά ότι στη μικρή πόλη ο καθένας μπορούσε να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει».

Πλούτος: «Βρίσκει γύρω από το λίκνο του, αν μπορούμε να πούμε, κάθε τι που προσφέρει το χρήμα για μια σταδιοδρομία – από μια λαμπρή παιδεία με τις καλύτερες πνευματικές προσωπικότητες, ως τα διαφορετικά μέσα δράσης, που είναι απαραίτητα για την επιτυχία σε κάθε δημοκρατία… Θα πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση για τον πλούτο του. Ξόδευε τόσο πολλά, ώστε είχε πάντοτε μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Διατηρούσε έναν πολυτελή στάβλο με άλογα για αρματοδρομίες. Του άρεσε επίσης να έχει καλό όνομα στον κόσμο. Ανελάμβανε τριηραρχίες και χορηγίες – δηλαδή τα έξοδα μιας τριήρους ή μιας παράστασης».

Ανέκδοτα: «Ο Αλκιβιάδης είχε έναν πανάκριβο σκύλο που του έκοψε την ωραιότατη ουρά. Κατάπληξη και αποδοκιμασία! Εκείνος όμως είναι ενθουσιασμένος: “Γίνεται, λοιπόν, ό,τι εγώ θέλω. Γιατί θέλησα να κάνω τους Αθηναίους να μιλούν γι’ αυτό”. Γιατί; Επειδή του αρέσει να μιλούν γι’ αυτόν; Επειδή του αρέσει να τραβάει την προσοχή; Βεβαίως, αλλά όχι μόνο. Ο Αλκιβιάδης έχει πάντοτε ένα σχέδιο στον νου του, όπως και κάτι άλλο που θέλει να ξεχαστεί. Και συμπληρώνει: “Θέλησα να κάνω τους Αθηναίους να μιλούν γι’ αυτό μόνο και να μη λένε τίποτ’ άλλο πιο κακό για μένα”».

Και για το τέλος: «Αναφέραμε ήδη τα μακριά πορφυρά του ενδύματα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Ξέρουμε ότι καθιέρωσε ένα καινούργιο σχήμα στα σανδάλια, που ονομάστηκαν Αλκιβιάδες, λένε ότι έτρεφε κοκόρια για κοκορομαχίες: ήταν σε όλα ο οδηγός της χρυσής νεότητας. Το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του προς τους άλλους ήταν μια στάση επιδεικτικής υπεροψίας. Δηλαδή μια σειρά από μικρές προσβολές, συχνά φιλικές, άλλοτε όμως απαίσιες που φανερώνουν πλήρη περιφρόνηση στους γύρω του».