Η βράβευση του Γιώργου Λούκου από τον δήμαρχο Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη, ήταν μια εξαιρετική πράξη τιμής σε μια προσωπικότητα που συνέβαλε καθοριστικά στη μοντέρνα όψη της πρωτεύουσας. Γιατί πήρε το Φεστιβάλ από τη γραφειοκρατία, που το διεκπεραίωνε σαν αγγαρεία, στο πλαίσιο μιας τυποποιημένης τουριστικής αντίληψης για τις τέχνες, και το μετέτρεψε σε ζωντανό οργανισμό. Συνεργάστηκε με μερικές από τις πιο λαμπρές προσωπικότητες της ελληνικής τέχνης (μεταξύ των οποίων ο σπουδαίος Λευτέρης Βογιατζής), ανέδειξε πολλούς από τους νεότερους για τους οποίους σήμερα συζητάμε αλλά, κυρίως, προίκισε το Φεστιβάλ με τον χώρο της σημερινής έδρας του, την Πειραιώς 260, μια παλιά βιομηχανία που μετασκευάστηκε σε μητροπολιτικό «εργοστάσιο» τέχνης.

Η περιπέτεια της απομάκρυνσης του Γιώργου Λούκου συνοδεύτηκε από άγριες συκοφαντικές πρακτικές. Η δίκη που του ετοίμασαν τελεσιδίκησε μόλις μερικούς μήνες πριν – προφανώς αθωώθηκε. Η διαδοχή του, με την αρχική επιλογή του Γιαν Φαμπρ, ήταν μια κωμωδία. Η συνέχεια του Φεστιβάλ ήταν απλή διαχείριση της φήμης του. Αλλά σχεδόν οι πάντες συνεχίζουν να ζουν σαν να μην υπήρξε Λούκος, η τεχνογνωσία του, το όραμά του, οι μέθοδοί του, το ύφος του. Μόνο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο δήμος τού αναγνώρισαν την τιμή. Οι επόμενοι διευθυντές του Φεστιβάλ, μάλιστα, όχι μόνο δεν τον ανέφεραν ποτέ, αλλά κόσμησαν με την απουσία τους τη βραδιά της βράβευσής του.

Μάλλον καλύτερα. Κανένας σημαντικός δεν χρειάζεται ψεύτικες κολακείες.