Υπήρχε μια εποχή όχι πολύ μακρινή που η Ελλάδα έπρεπε να βρει κάθε χρόνο τεράστια ποσά για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της και να καλύψει τα ελλείμματά της. Το 2009 με ένα χρέος κοντά στα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ελλάδα αμέριμνη αναζητούσε στις αγορές πάνω από 43 δισεκατομμύρια ευρώ. Είχαμε φτάσει να ψάχνουμε κάθε χρόνο το 14% του χρέους μας. Τότε βέβαια πιστεύαμε ότι όσα και να μας λείπουν θα τα βρίσκαμε στο διηνεκές από τις αγορές.
Με το αυξανόμενο κόστος (των τόκων), που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο το έλλειμμα, ουδείς ασχολούνταν. Μόνο αυτοί που είχαν την ευθύνη για το πρόγραμμα δανεισμού, στον ΟΔΔΗΧ, άντε και μερικοί ακόμα υποψιασμένοι. Η ανεύθυνη οικονομική πολιτική εκείνης της περιόδου κορυφώθηκε το 2010 και η οικονομία «έσκασε». Βλέπετε δεν αρκεί να θες να δανειστείς, πρέπει να βρίσκεις και συνεχώς πρόθυμους να σε δανείσουν και οι τελευταίοι θέλουν να ξέρουν αν θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Η ιστορία μετά είναι γνωστή, ακολούθησαν τρία μνημόνια.
Τα τελευταία χρόνια, χάρη στην ευρωπαϊκή βοήθεια απολαμβάνουμε μια παντελώς διαφορετική κατάσταση, που ουδείς δείχνει να αναγνωρίζει. Δεν συμβαίνει επίσης σε καμία άλλη χώρα. Τη στιγμή λοιπόν που η Γαλλία θα πρέπει να βρει από τις αγορές με τα σημερινά υψηλά επιτόκια, που επιβαρύνουν τους φορολογούμενούς της, 285 δισεκατομμύρια ευρώ για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της.
Η Ιταλία ακόμα περισσότερα, περίπου 320 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ισπανία 173 δισεκατομμύρια και η Γερμανία περίπου 300 δισεκατομμύρια. Η Ελλάδα για το 2024 με χρέος μειωμένο ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 150%, αλλά σε απόλυτα μεγέθη, πάνω από 400 δισεκατομμύρια ευρώ, θα χρειαστεί να βρει από τις αγορές το πολύ 7 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, εμείς οι υπερχρεωμένοι, θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσουμε μόλις το 2,33% του χρέους μας. Βλέπετε, το μεγαλύτερο μέρος (76%) του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι δάνεια που μας έδωσε η Ευρώπη στο πλαίσιο των τριών μνημονίων, τα περισσότερα των οποία είναι «κλειδωμένα» σε χαμηλά επιτόκια και έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από 20 χρόνια.
Με αυτή τη συνθήκη συντάσσουμε κάθε χρόνο προϋπολογισμό. Με αυτή τη συνθήκη, μας μένουν είτε με τη μορφή αχρείαστων υπερπλεονασμάτων που πήγαιναν στο κράτος επί ΣΥΡΙΖΑ ή καταλήγουν να γίνουν επιδόματα επί Νέας Δημοκρατίας, τα δημοσιονομικά περισσεύματα που αφήνει η χαριστική αντιμετώπιση που έχει τύχει η Ελλάδα. Με αυτά τα χρήματα όμως μένουν όρθια τα δημόσια οικονομικά και ανατροφοδοτούνται οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Κανονικά, η παρουσίαση κάθε νέου προϋπολογισμού από την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, θα έπρεπε να ξεκινάει ακριβώς από αυτή την υπόμνηση και ένα ευχαριστώ. Ετσι ως αναγνώριση σε αυτούς που μας βοήθησαν. «Ο προϋπολογισμός αυτός θα μας επιβάρυνε με νέους φόρους και λιγότερες δαπάνες, εάν δεν υπήρχε η πολύτιμη συμβολή των προνομιακών δανείων των ευρωπαίων εταίρων μας». Η συγκεκριμένη φράση θα έπρεπε ενδεχομένως να συνοδεύει κάθε νέο μέτρο ελάφρυνσης της οικονομικής πολιτικής ή κάθε νέας δαπάνης, που γίνεται από το περιθώριο που δημιούργησαν πρόσωπα και θεσμοί που λοιδορήθηκαν και διαπομπεύτηκαν με πρωτοφανή τρόπο την προηγούμενη δεκαετία. Ετσι για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλαιότεροι.