Κατανοώ ότι οι δημοτικές εκλογές της επόμενης Κυριακής έχουν πολύ σοβαρές προτεραιότητες, και ευλόγως αυτές μπαίνουν μπροστά στη δημόσια συζήτηση: τα σκουπίδια και γενικότερα η καθαριότητα, τα πεζοδρόμια, οι εμπορικές χρήσεις της γης, τα τραπεζοκαθίσματα, το περιβάλλον, ο θόρυβος, η κριτική σε πεπραγμένα και οι υποσχέσεις, οι υποδομές… Υπάρχει όμως ένα ζήτημα που συνήθως δεν θίγεται, αλλά θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο. Είναι ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου κάθε πόλης, τα μνημεία της, δηλαδή η ταυτότητά της.
Την ταυτότητα τη διασφαλίζει κυρίως, η αρχιτεκτονική. Η Αθήνα, επειδή υπήρξε το λίκνο της κλασικής αρχαιότητας, ομνύει σ’ αυτή και στα μνημεία της, και δικαίως. Αλλά τμήμα του χαρακτήρα της το δίνει και η νεότερη αρχιτεκτονική: τα νεοκλασικά, που άκμασαν αποδίδοντας τιμή στην αρχαιότητα, αλλά και οι μοντέρνες απόπειρες να αναδείξουν αλλιώς, πιο ευρωπαϊκά, τα στρώματα της εξέλιξης της σύγχρονης ζωής. Δυστυχώς, πολλά από τα νεοκλασικά, τα οποία συκοφαντήθηκαν από ένα μοντέρνο όνειρο, καταρρέουν. Κι η άθλια κατάσταση των κατειλημμένων προσφυγικών κατοικιών των Αμπελοκήπων, μιας από τις όψεις του μοντερνισμού, δείχνει τι σημαίνει εγκατάλειψη και αδιαφορία, όχι μόνο από το κράτος αλλά και από υποτίθεται ευαίσθητους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.
Ενα άλλο ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα έχει να κάνει με τα αγάλματα της πόλης. Ιδίως τον 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού ανιδρύονταν συνήθως μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, για να δοξάσουν προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας, η προσφορά των οποίων ταυτίζεται με την εθνική ιδέα. Και πολλά μεταγενέστερα τιμούν σημαντικές μορφές της κουλτούρας μας – λόγιους, μουσικούς, συγγραφείς… Τα παλαιότερα κυρίως σμιλευμένα σε μάρμαρο πέφτουν τα τελευταία χρόνια θύμα των αστοιχείωτων με τα ταγκ και τα γκράφιτι (των «παιδιών» με μια θολή δήθεν επαναστατική ακαλαίσθητη δήθεν παρεμβατικότητα). Τα νεότερα χυτευμένα σε μέταλλο λεηλατούνται από εμπόρους μετάλλων, για τους οποίους ο δημόσιος χώρος δεν είναι παρά ευκαιρίες για το μεροκάματο.
Η πρακτική της καταστροφής έχει τόσο γενικευτεί ώστε να φτάσει μέχρι την περίφημη νεοκλασική «Αθηναϊκή Τριλογία», που επειδή ανήκει στο Πανεπιστήμιο προκαλεί τους συνήθεις καταστροφείς του. Οι οποίοι δεν αρκούνται στο μουντζούρωμα των τοίχων αλλά και στην καταστροφή μνημειακών μορφών με γκράφιτι, επειδή διαφωνούν με το νόημά τους. Ο καημένος ο Παλαμάς της οδού Ακαδημίας (πολύ κοντά στο Πανεπιστήμιο) είναι το διασημότερο θύμα τους.
Στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών, δέσποζε έναν αιώνα και βάλε ένας υπέροχος μαρμάρινος ανδριάντας του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, έργο του γλύπτη Γ. Φυτάλη από την Τήνο. Οπως πληροφορούμαι από την άλλοτε επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη (booksjournal.gr), κατασκευάστηκε το 1872, ήταν δωρεά του Γ. Αβέρωφ και έχει βανδαλιστεί αγρίως: του έσπασαν το αριστερό χέρι και μαζί την ποιμαντορική ράβδο με τους όφεις που κρατούσε, προφανώς για να τη στείλουν στο χυτήριο – ήταν ορειχάλκινη. Η λεηλασία έχει συμβεί μήνες, αλλά ουδείς την παρατήρησε – ή, χειρότερα, ουδείς συγκινήθηκε να κάνει κάτι. Το μνημείο μένει στη θέση του σακατεμένο.
Κανονικά, η πολιτεία όφειλε να συλλάβει τους δράστες – αφού δεν μπορεί να τους αποτρέψει. Και να βάλει μπροστά διαδικασία αποκατάστασης της ζημιάς. Κάποιος θα είναι υπεύθυνος. Ο Δήμος; Η Περιφέρεια; Η Αστυνομία; Η δημοτική αστυνομία; Το υπουργείο Πολιτισμού; Ολοι μαζί; Κάποιος άλλος; Νοιάζεται κανείς για το πληγωμένο πρόσωπο αυτής της πόλης;