Είχα την τιμή και τη χαρά, όταν ο φίλος Αντώνης Αντύπας προσκάλεσε τον Χάρολντ Πίντερ στην Αθήνα για να παραστεί στην παράσταση του έργου του «Νεκρή Ζώνη» που είχε σκηνοθετήσει στο Απλό Θέατρο, να μου αναθέσει να μιλήσω παρουσία του για το έργο του. Και είχα την ευκαιρία, μετά την εισήγησή μου και την παράσταση, με ένα ποτήρι κρασί να μιλήσουμε για θέατρο. Ο Πίντερ εκτίμησε με συγκίνηση την άποψή μου πως το θέατρό του οφείλει πολλά στον Ευριπίδη. Και δεν υπερέβαλα.
Ο Πίντερ είναι ένας συγγραφέας θεάτρου που αγαπήθηκε και από ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και το ελληνικό κοινό. Δώδεκα έργα του έχει δει το κοινό μας από το 1972 ως σήμερα. Υστερα από πενήντα χρόνια που τρεις γενιές θεατών έχουν παρελάσει στις αθηναϊκές αίθουσες δε θεωρώ περιττό να επιστρέψω στις εκτιμήσεις του έργου του Πίντερ, όπως τις διατύπωσα επ’ ευκαιρία του σημαντικού θεατρικού κειμένου του «Παλιοί καιροί» που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης το 1972 – 73:
«Παλαιοί καιροί»
«Με τους “Παλιούς καιρούς” ο Πίντερ νομίζω πως παίρνει τη θέση του στην ιστορία του θεάτρου της Ευρώπης με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Δεν χρειάζεται να παρακολουθεί κανένας την εξέλιξή του για να διαπιστώσει πως σε αυτό το έργο η τεχνική του έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Εχουμε να κάνουμε με έναν μάστορα του θεάτρου από κείνους που σημαδεύουν κάθε τόσο την πορεία της ευρωπαϊκής δραματουργίας.
Πρέπει να το πούμε από την αρχή. Οι “Παλιοί καιροί” είναι ένα έργο ιδιοφυές. Σύγχρονο ανάλογό του βρίσκουμε μόνο στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ. Φυσικά, αναφερόμαστε μόνο στη μορφή και στην κατασκευή της. Εργο σοφίας λειτουργού. Η δομή του είναι μουσική, και η γραφή του επίσης. Είναι ένα “τρίο” σονάτας. Και δεν θα ήταν σχολαστικιστής, αν κανένας ανέφερε πως είναι ευδιάκριτος στο έργο και ο κλασικός χωρισμός αυτής της φόρμας. Εκθεση, ανάπτυξη, επανάληψη με την προσθήκη μιας μικρής, αλλά τρομακτικά περιεκτικής κόντας. Το έργο αρχίζει και τα τρία όργανα είναι στη σκηνή. Διαλέγονται τα δύο μόνο και το τρίτο δραματουργικά απουσιάζει. Υπάρχει μόνο, όταν εισέρχεται μουσικά στην πράξη, όταν μιλεί. Στην έκθεση υπάρχουν τα κλασικά δύο θέματα και οι δύο τονικότητες. Ο Ντήλυ και η Αννα τα αναπτύσσουν σε μακρούς μονολόγους ως τη στιγμή που η Κέητ μπαίνει στο λουτρό. Η ανάπτυξη των θεμάτων και η παρεμβολή νέου θέματος γίνεται με παραλλαγές που στηρίζονται σε καινούργιες μετατροπές ως τη στιγμή που η Κέητ βγαίνει από το λουτρό. Τότε αρχίζει η επανάληψη, όπου το κύριο και δεύτερο θέμα στην κύρια τονικότητα οδηγούνται στο φινάλε – κόντα με τον μονόλογο της Κέητ.
Η γραφή είναι πυκνή, τα θέματα εκτίθενται με σαφήνεια και οι μεταβάσεις από τη μία τονικότητα στην άλλη δεν δημιουργούν ρήγματα. Ο Πίντερ φορτίζει ξανά με καινούργιο ρίγος το ιερόν άσυλο των αστών, το δωμάτιο, το σαλόνι ή την κρεβατοκάμαρα. Αυτός είναι ο χώρος των έργων του και το κυρίαρχο θέμα του η απειλή μιας εισβολής ή η εισβολή η ίδια σε αυτούς τους χώρους. Τα πρόσωπα που εισβάλλουν είναι πάντα από το παρελθόν. Ερχονται να δοκιμάσουν την αντοχή των παρόντων και του παρόντος. Η μάχη που ακολουθεί είναι ανελέητη και το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο. Το παρελθόν καταντά το παρόν, το κατέχει και το προσδιορίζει.
Πρόσωπα και χρόνος
Τα δράματα του χρόνου είναι προσφιλή στην αγγλική σκηνή. Ο Ελιοτ όμως τα προχώρησε ως τη μεταφυσική εσχατιά των σχέσεων. Ο Πίντερ προσπαθεί να εξαγοράσει τον χρόνο των προσώπων του. Τα τοποθετεί μέσα στο πλαίσιο του ιστορικού τους χρόνου και τα αφήνει να αναγνωρίσουν την ύπαρξή τους μέσα από τη ροή του. Γνωρίζει εκ των προτέρων πως η διάβρωση έχει συντελεστεί, όμως είναι αισιόδοξος, όσο πασχίζει να κάνει τα γεγονότα αναγνωρίσιμα. Ανακαλύπτει κάποια σταθερά στηρίγματα της μνήμης, σταθερά ακόμα και για τους θεατές του. Ξεκινώντας απ΄αυτά προχωρεί με βήματα προσεκτικά για να διερευνήσει τον γύρω χώρο – χρόνο. Η Αννα που έρχεται να επισκεφτεί το ζεύγος Ντήλυ – Κέητ είναι κάποια γνωστή από το παρελθόν. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αυτό που πρέπει να διερευνηθεί είναι πόσο είναι γνωστή, ώστε να νομιμοποιηθεί η επίσκεψη. Ποιο ποσοστό μνήμης πρέπει να ανακαλέσουμε, πόση μνήμη οφείλουμε να αλλοτριώσουμε γι΄αυτή την επίσκεψη; Πόσο παρελθόν κατέχει η Αννα και ποια οφειλή πρέπει να αναγνωρίσει το ζεύγος για το παρόν του; Πόση Αννα υπάρχει σ΄αυτούς τώρα; Οταν το πρόβλημα τεθεί, και τίθεται με την αναγγελία της επίσκεψης, πρέπει να λυθεί.
“Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις”, έλεγε ο αρχαίος. Ασυνείδητα ο Πίντερ αυτή την αρχή θέτει στο έργο του. Οταν σε ένα μικροαστικό σπίτι ειπωθεί η φράση “Τ΄απόγευμα θα μας επισκεφθεί η Αννα” αποδεσμεύεται μια ολόκληρη διαδικασία γνωστική. Το πρόσωπο πρώτα ηχεί ως όνομα, ύστερα προκαλεί μια αλυσίδα από εικόνες, οπτικές, ακουστικές. Το όνομα αναπλάθει παραστάσεις που τις συνέθεσαν, είτε η προσωπική αντίληψη, είτε η πληροφορία τρίτων, είτε η φαντασία. “Θυμάμαι” συχνά σημαίνει “αναγνωρίζω κάτι μέσα από τη μνήμη των άλλων”. Ο Ντήλυ και η Κέητ ως ζεύγος έχουν συνεισφέρει στην κοινή τράπεζα ο καθένας τις ατομικές του μνήμες, οι οποίες, όμως, έχουν διαβρωθεί από τις κοινές μνήμες του ζεύγους. Το στήριγμα μνήμης (που είναι αντικειμενικό) που προσκομίζει ο Ντήλυ, μια συγκεκριμένη ταινία σ΄ένα συγκεκριμένο σινεμά, αποδεικνύεται αβέβαιο, γιατί, όσο πιο κοινόχρηστο είναι, τόσο περισσότερο συγχέει τις σχέσεις. Η αγωνιώδης προσπάθεια των ηρώων του Πίντερ να αναγνωρισθούν από τα γεγονότα του παρελθόντος κάνει πιο δαιδαλώδεις τις ατραπούς διαφυγής. Η σύγχυση δημιουργεί την καχυποψία και η καχυποψία φέρνει στην επιφάνεια όλες τις εστίες αντιστάσεως των ατόμων.
Το παιχνίδι της κατοχής
Ο καθένας τους προσπαθεί να διασώσει το παρόν του από την εισβολή ενός συγκεχυμένου παρελθόντος. Από εδώ ξεκινάει το μεγάλο φονικό παιχνίδι της κατοχής. Ο καθένας ξεχωριστά από τους ήρωες πασχίζει να κατοχυρώσει ένα τμήμα του παρελθόντος και να το ονομάσει. Εκεί όμως δέχεται την επίθεση του άλλου που διεκδικεί για λογαριασμό του το χρονικό τοπίο. Ετσι η εικόνα απλοποιημένη είναι: όποιος κατέχει το παρελθόν, όποιος το ορίζει, έχει δικαίωμα να διεκδικήσει αυθεντικά το παρόν του. Οταν διαπιστώσει πως το παρελθόν είναι διάτρητο και ανώνυμο, οφείλει να παραδεχθεί πως ανώνυμο και σκόρπιο είναι και το παρόν του. Αυτή, κατά τη γνώμη μας, είναι η δεσπόζουσα ιδέα στους “Παλιούς καιρούς”.
Ο Πίντερ δίνει μια δική του άποψη για το παράλογο. Παράλογος δεν είναι ο κόσμος, φαίνεται να ισχυρίζεται, κι αν είναι, δεν μπορώ να το ξέρω. Παράλογος είναι ο τρόπος που τον χρησιμοποιώ, όμως αυτός είναι ο τρόπος μου. Η σύγκρουση βρίσκεται στον αντικειμενικό χρόνο του κόσμου και στο υποκειμενικό χρόνο μου. Τραγικός είναι ο άνθρωπος, γιατί έχει μνήμη. Τραγωδία είναι η ιστορία. Οι άνθρωποι του Πίντερ διώκονται από τα γεγονότα τους. Γι΄αυτόν, άλλο πράγμα είναι το γεγονός κι άλλο η γνώση του γεγονότος.
Ο Πίντερ αυτή τη στιγμή συλλαμβάνει και ερμηνεύει με τρόπο συνταρακτικό τον ευρωπαϊκό χρόνο. Η εποχή του είναι μια στιγμή ιστορικής απελπισίας, όπου οι μνήμες του παρελθόντος, αντί να καθαρίζουν, θολώνουν το πραγματικό πρόσωπο της Ευρώπης».