Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας η Eλλάδα, όπως και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος, ήταν το «κίνημα» των αντιεμβολιαστών. Ολων αυτών των ψεκασμένων, δηλαδή, που αμφισβητούσαν την επιστήμη, κινδυνολογούσαν για τις επιπτώσεις του εμβολίου και υποστήριζαν ότι στόχος της χορήγησής του ήταν ο έλεγχος του πληθυσμού.

Η κυβέρνηση έδωσε μάχη και σε αυτή τη χώρα για να πείσει τον πληθυσμό ότι ο μαζικός εμβολιασμός ήταν ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη διάδοση της ασθένειας. Είναι λοιπόν τουλάχιστον άτοπο να κατηγορείται ξαφνικά – και ενίοτε με χυδαίο τρόπο – η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας ότι προσπαθεί να φρενάρει τον εμβολιασμό του πληθυσμού κατά μιας πολύ γνωστότερης ασθένειας, της γρίπης. Οτι θέτει σκοπίμως θέμα συνταγογράφησης, δηλαδή, προκειμένου να αποθαρρυνθούν κάποιοι που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να πληρώσουν την επίσκεψη στον γιατρό, να μην εμβολιαστούν κι έτσι οι εταιρείες παρασκευής των εμβολίων να εισπράξουν λιγότερα χρήματα.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Μέχρι πρόπερσι, το εμβόλιο κατά της γρίπης χορηγούνταν με συνταγή: δεν χρειαζόταν άλλωστε να το κάνει όλος ο πληθυσμός, αλλά ορισμένες κατηγορίες που προσδιορίζονταν με βάση την ηλικία, τα υποκείμενα νοσήματα κ.λπ. Με την πανδημία, οι οδηγίες άλλαξαν. Η προσβολή και από τις δύο ασθένειες μαζί αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους ευάλωτους. Εκτός λοιπόν από το εμβόλιο κατά της Covid-19, που ήταν απαραίτητο, υπήρξε ισχυρή σύσταση γι’ αυτούς, αλλά και ενθάρρυνση για τους υπολοίπους, να κάνουν και το εμβόλιο κατά της γρίπης. Η συνταγογράφηση έτσι δεν είχε νόημα.

Κάποιοι ενδεχομένως να σκέφτηκαν ότι ο κίνδυνος παρήλθε και άρα η συνταγή μπορούσε να επιστρέψει. Κάνουν λάθος. Η πρώτη ανακοίνωση λοιπόν του υπουργείου Υγείας που ήταν σε αυτή την κατεύθυνση διορθώθηκε. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο ζήτημα. Από φέτος κυκλοφορεί κι ένα δεύτερο εμβόλιο κατά της γρίπης, ισχυρότερο από το πρώτο, που ενδείκνυται για τους άνω των 65. Δυστυχώς είναι κάπου τέσσερις φορές ακριβότερο από το άλλο. Θα ήταν λοιπόν μεγάλη η επιβάρυνση για το σύστημα υγείας αν το έκαναν και άνθρωποι που δεν το χρειάζονται πραγματικά. Με άλλα λόγια, άνθρωποι άνω των 65 ετών χωρίς προβλήματα υγείας μπορούν θαυμάσια να κάνουν το φτηνό εμβόλιο.

Το σημείο αυτό δεν διευκρινίζεται αρκούντως στη διορθωτική ανακοίνωση του υπουργείου, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η δυσπιστία, η καχυποψία και η συνωμοσιολογία να οργιάζουν. Χρειάζεται λοιπόν μια αποφασιστική καμπάνια που να αφορά όλα τα εμβόλια (με έμφαση σ’ εκείνα κατά της Covid και της γρίπης) και να διευκρινίζει ποιος πρέπει να κάνει ποιο, και πότε.

Η Ειρήνη Αγαπηδάκη κατηγορήθηκε με την ευκαιρία ότι θέλει να φάει και τη θέση του Χρυσοχοΐδη. Αλλά είναι μαθημένη σε προσωπικές επιθέσεις. Κι έχει άλλα στοιχήματα να κερδίσει.