Αααα! Ωωωω! Πω, πω… Καταπληκτικό. Σούπερ, φαντάστικ. Δεν ξέρω μήπως και πάνω στον ενθουσιασμό μας πετάξαμε και κανένα «ιμπρέσιβ». Ηταν 2004, είχαμε Ολυμπιακούς Αγώνες, είχαμε πολλά λεφτά, αισθανόμασταν πολύ περιωπής, πολύ διεθνείς, πολύ κοσμοπολίτες, δεν θυμάμαι μήπως μιλούσαμε μεταξύ μας και αγγλικά. Τέλος πάντων, με τέτοια επιφωνήματα ενθουσιασμού και εντυπωσιασμού, υποδεχτήκαμε, τότε, τα έργα του Καλατράβα στην Αθήνα. Εκείνη τη γέφυρα στη λεωφόρο Μεσογείων να «διαπραγματεύεται» τη μοντερνίλα της ανάμεσα σε μίζερα μικρομάγαζα και εγκαταλελειμμένα κτίρια και το στέγαστρο του Ολυμπιακού Σταδίου να δεσπόζει στην κοιλάδα των Αθηνών.
Ημασταν στην ακμή μας. Και ως χώρα και ως πόλη και ως άτομα και ως τα πάντα. Και νομίζαμε ότι αυτή η στιγμή θα ήταν το μέλλον μας, θα «πάγωνε» με κάποιον τρόπο και θα παρέμενε έτσι στο διηνεκές. Με τη νοοτροπία του νεόπλουτου – που δεν έχει την εμπειρία του παλαιόθεν έχοντα αλλά έχει απεμπολήσει και την έγνοια του φτωχού για το αύριο – δεν συνειδητοποιούσαμε αυτό που μας διδάσκει ακόμη και η φύση. Πως όταν φτάνει κάτι στην απόλυτη ακμή του, αυτόματα, την ίδια ακριβώς στιγμή αρχίζει η παρακμή και η φθορά του. Από το θερινό ηλιοστάσιο στις 21 Ιουνίου, η μέρα αρχίζει να μικραίνει και το καλοκαίρι να οδεύει προς το τέλος του. Και από τη στιγμή που ολοκληρώνεται η ανάπτυξή μας, αρχίζουμε να «γερνάμε». Στην αρχή μπορεί να μη φαίνεται. Για παράδειγμα, εκεί γύρω στις 25 Ιουλίου νομίζουμε ότι έχουμε κατακαλόκαιρο. Και στα 35 μας, να νομίζουμε ότι είμαστε ακόμη ακαταπόνητα παιδιά. Δεν ισχύει όμως.
Η μη μέριμνα συντήρησης για το στέγαστρο Καλατράβα που οδήγησε στο προσωρινό κλείσιμο του Ολυμπιακού Σταδίου, είναι η αντανάκλαση μίας γενικότερης αντίληψης που μας κατατρέχει. Και που μπήκε στη ζωή μας, αν τα υπολογίζω σωστά, μαζί με την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου. Εχω προλάβει, για παράδειγμα, εκείνα τα απροσδιόριστα μαγαζάκια που, κάπου στην πόρτα τους, είχαν την ταμπέλα που έλεγε «Συλλαμβάνονται πόντοι». Εκεί δούλευαν οι μανταρίστρες, αυτές που διόρθωναν, που «έπιαναν» (εξού και το «συλλαμβάνονται» για να κάνει πιο εντύπωση) τους πόντους στα νάιλον καλσόν. Σήμερα, ποια γυναίκα θα πάει σε μανταρίστρα; Διότι σήμερα κυριαρχεί η νοοτροπία του fast fashion που επεκτείνεται σε όλη μας τη ζωή. Φτηνά ρούχα που τα φοράμε δύο χρόνια το πολύ, φτηνές μη επαναχρησιμοποιούμενες συσκευασίες. Και κάπως έτσι, χάσαμε την έννοια τα συντήρησης. Μου το λένε και φίλοι που ασχολούνται με τις κατασκευές. Ανθρωποι που ξοδεύουν έναν σκασμό λεφτά για να φτιάξουν ένα σπίτι και τσιγκουνεύονται το δίευρω όταν πρόκειται για τη συντήρησή του. Ή αν, μετά από δέκα – δεκαπέντε χρόνια αρχίζουν και σκάνε οι πρώτες φθορές, διαμαρτύρονται. «Μα γιατί χάλασε;». Διότι έτσι είναι τα πράγματα. Με τη χρήση χαλάνε. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Βέβαια, με το στέγαστρο Καλατράβα είναι πιο περίπλοκη η περίπτωση. Εδώ δεν έχουμε ένα φθαρμένο ρούχο ή μια σκισμένη κάλτσα αλλά μία κατασκευή που η φθορά της μπορεί να κοστίσει ανθρώπινες ζωές. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα περισσότερα ολυμπιακά έργα. Εγκαταλελειμμένα, βρώμικα, κατεστραμμένα, σαν κουφάρια ημερών δόξας. Ουδείς ενδιαφέρθηκε για τη συντήρησή τους. Η εξουσία μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της φθορά χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη ότι κι αυτή είναι αποτέλεσμα άλλων φθορών.
Ο,τι ανεβαίνει κατεβαίνει
Στις κατασκευές, η φθορά συντελείται με τη χρήση ή με την έκθεση για μεγάλα χρονικά διαστήματα στις περιβαλλοντικές συνθήκες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους, τις ιδέες, τις μόδες, τα κινήματα, τα συνθήματα. Ο,τι πολυχρησιμοποιείται, ό,τι αναμασιέται για μεγάλο χρονικό και μάλιστα όχι για τους σωστούς πάντα λόγους, ό,τι εκτίθεται κατά κόρον, φθείρεται, γίνεται σαν πολυμασημένη τσίχλα που χάνει πια τη γεύση και το άρωμά της. Και εδώ δεν πρόκειται για σίδερο που θα το καθαρίσεις, θα το περάσεις και ένα αντιοξειδωτικό και θα το σενιάρεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι φθορές είναι ανήκεστες. Πόσους και πόσες δεν έχουμε δει που φθάρηκαν από την υπερέκθεσή τους, που η δημοφιλία τους τούς έκανε μια χαψιά;