Ανήκει στη νέα γενιά επιμελητών τέχνης, μεταφέροντας στην πρακτική του τη συνθετική προσέγγιση και τη διεπιστημονική έρευνα. Ή απλά, όπως ο ίδιος λέει, οι αρχικές σπουδές ιστορίας, αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης στο ΕΚΠΑ ήταν ένας δρόμος για να συνεχίσει με μεταπτυχιακά στο φύλο, την κοινωνία και την πολιτική στο Πάντειο. Ο Πάνος Γιαννικόπουλος είναι ο επιμελητής της εικαστικής πρότασης «Ξηρόμερο / Dryland» που θα μας εκπροσωπήσει στην 60ή Μπιενάλε Βενετίας. Η αναζήτηση της μέθεξης, έτσι όπως αναδύεται από τις ατμόσφαιρες των πανηγυριών στην ενδοχώρα της Θεσσαλίας και της Αιτωλοακαρνανίας, ήταν η πρόταση μιας ομάδας νέων ελλήνων καλλιτεχνών που έπεισε την επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού να της δώσει προτεραιότητα για να παρουσιαστεί ως η επίσημη ελληνική συμμετοχή στη διεθνή εικαστική διοργάνωση.
Η διακαλλιτεχνική, υβριδική εικαστική εγκατάσταση με επίκεντρο το ελληνικό πανηγύρι έχει την υπογραφή των Θανάση Δεληγιάννη (δημιουργός διαμεσικών έργων), Ελιας Καλογιάννη (εικαστικός και κινηματογραφίστρια), Γιώργου Κυβερνήτη (φωτογράφος και κινηματογραφιστής), Γιάννη Μιχαλόπουλου (διδάσκει Ιστορία του Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού στη Ναντέρ), Φώτη Σαγώνα (εικαστικός και αρχιτέκτων). Παραμονές του πρώτου ταξιδιού της ομάδας στη Βενετία ο Πάνος Γιαννικόπουλος ετοιμάζει σε παράλληλους χρόνους τις διαφορετικές εκθεσιακές δραστηριότητές του. Μία από τις οποίες πρόκειται να οδηγήσει σε ένα χορευτικό σύγχρονο τελετουργικό στην Ελευσίνα.
Η ομάδα σας είναι η πιο νεανική συμμετοχή σε Μπιενάλε Βενετίας.
Πράγματι, οι ηλικίες μας ρίχνουν πολύ τον μέσο όρο. Ηταν απρόσμενο ότι η πρότασή μας επιλέχθηκε από την επιτροπή. Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν έχουν ξεκινήσει να δουλεύουν πάνω σε αυτή τη θεματική εδώ και τρία χρόνια. Το έργο μας έχει τον τίτλο «Dryland / Ξηρόμερο». Ουσιαστικά ξεκινάει από το προσωπικό βίωμα του Θανάση Δεληγιάννη, που είναι ένας από τους καλλιτέχνες και ο οποίος ασχολείται κυρίως με έργα ήχου σε σχέση με την οικογενειακή ιστορία, τη συμμετοχή στα πανηγύρια και τη Θεσσαλία από όπου κατάγεται. Αρχίζει εκείνος αυτή την έρευνα και συγκροτείται σιγά σιγά μια ομάδα που συνεχώς μεγαλώνει. Κάθε καλλιτέχνης που προστίθεται φέρνει και τη δική του οπτική, οπότε το προσωπικό έργο αρχίζει και ανοίγει καθώς μπαίνουν και άλλες ματιές μέσα σε αυτό και εξελίσσεται σε πολλαπλά έργα.
Πώς ωρίμασε η έρευνα σε εθνική συμμετοχή στην Μπιενάλε της Βενετίας;
Η ερευνητική διαδικασία ξεκίνησε δοκιμάζοντας πράγματα μέσα στους χώρους, για το πώς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν ένα παιχνίδι στον χώρο του ελληνικού περιπτέρου. Από την πλευρά μου μπήκα βαθιά μέσα στη βιβλιογραφία, στις συνεντεύξεις, στα αρχεία. Με βάση το πανηγύρι στην ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία όπου επικεντρώνεται η έρευνα, οι καλλιτέχνες άρχισαν να παίρνουν συνεντεύξεις από διάφορους μουσικούς ή διοργανωτές των πανηγυριών αυτών. Στην αρχική έρευνα, το κέντρο βάρους ήταν η Κική Μαργαρώνη. Μια τραγουδίστρια πολύ σημαντική που είχε εξαφανιστεί από τη σκηνή, αλλά παρ’ όλα αυτά λειτουργούσε συμβολικά σε σχέση με το τραγούδι στο πανηγύρι. Μέσω της περίπτωσής της θέλησαν να υποστηρίξουν τη θέση της γυναίκας στο πανηγύρι, τη σημασία της, αλλά την ίδια στιγμή και την απουσία της. Οπότε στο κέντρο είναι μια γυναίκα που δεν υπάρχει. Ενα φυσικό πρόσωπο που, αν και βρίσκεται στη ζωή, δεν εμφανίζεται ποτέ. Ακούμε από διάφορους άλλους για αυτήν.
Της προτείνατε να συμμετέχει ενεργά στο «Dryland»;
Εχει αποφασίσει να αποτραβηχτεί. Στο έργο για την Μπιενάλε παραμένει το ερώτημα του γυναικείου, αλλά επικεντρωνόμαστε στη γεωργική εργασία, στον χρόνο του πανηγυριού, ως απελευθερωτική πράξη ανάμεσα στον μόχθο και τον ελεύθερο χρόνο και στο τι σημαίνει κοινωνικά και πολιτικά το πανηγύρι, πώς συγκροτείται σήμερα, πώς αλλάζει ανά τις δεκαετίες. Και πώς την ίδια στιγμή, ενώ υπάρχει αυτή η κριτική θέαση, προβάλλει ένα πολύ έντονο συναισθηματικό βιωματικό κομμάτι, που δεν θέλαμε να χάσουμε.
Συστήνετε στο διεθνές κοινό της τέχνης τα πανηγύρια και το διονυσιακό στοιχείο του πανηγυριού μαζί με την κοινωνικοπολιτική του πτυχή;
Το στοίχημα ήταν να φέρουμε αυτό το συναισθηματικό κομμάτι και σε έναν θεατή που δεν έχει απαραίτητα αυτά τα βιώματα, που δεν είναι από την Ελλάδα. Επίσης δεν επικεντρώνεται στα Βαλκάνια, στο τμήμα της μεσογειακής λεκάνης που μουσικά μπορεί να είναι πιο κοντά σε εμάς. Σκοπός είναι να βρούμε τα κλειδιά που θα ανοίξουν ακόμα περισσότερο αυτό το βίωμα, αυτή την εμπειρία. Επίσης και το περιβαλλοντικό κομμάτι είναι πολύ σημαντικό, δηλαδή το βασικό στοιχείο του έργου είναι ένα τεράστιο ποτιστικό μηχάνημα που μεταφέρεται και μπαίνει μέσα στο περίπτερο. Στόχος είναι να λειτουργήσει δυνητικά. Το μηχάνημα χρησιμοποιεί δηλαδή το νερό, κάνει τη σύσπαση για να αντλήσει και ενεργοποιείται με πιο performative τρόπο.
Το έργο σας αποκτά νέα σημασία, καθώς η περιοχή της έρευνάς σας για τα πανηγύρια, η Θεσσαλία, έχει δεχτεί πλήγμα από τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Δυστυχώς γίνεται τραγικά επίκαιρο.
Από την έρευνά σου για τα πανηγύρια θεωρείς ότι κρατάνε τη δυναμική τους ή έχουν αποδυναμωθεί;
Νομίζω ότι εξακολουθούν να είναι ένα συστατικό στοιχείο της κοινότητας των χωριών. Μιλάμε για πανηγύρια μάλλον πιο κλειστά, που έχουν να κάνουν με το μέρος που τα παράγει δηλαδή. Το πανηγύρι του χωριού παραμένει ένα μέσο να γιορτάσει το χωριό, να έρθουν οι κάτοικοι σε συνάντηση μεταξύ τους ώστε να δημιουργηθούν όλες αυτές οι σχέσεις της κοινότητας. Ακούγεται από τη δική μου πλευρά σαν ανθρωπολογική παρατήρηση, χωρίς να είναι αυτός ο στόχος. Οι καλλιτέχνες δεν παρατηρούν απλά, αλλά όντως μπαίνουν και δημιουργούν σχέσεις με τον κόσμο των πανηγυριών, παρά τη δυσκολία, ακριβώς επειδή πρόκειται για πιο κλειστά συστήματα. Σαν πρώτο βήμα βοηθά το ότι ορισμένοι από την ομάδα μας έχουν καταγωγή από εκεί. Υπάρχει επίσης και ένας κόσμος που συμμετέχει στα πανηγύρια από άλλες περιοχές. Είναι οι περιφερειακά εργαζόμενοι. Αλλωστε ένα πανηγύρι δεν έχει μόνο τη μουσική και τον χορό, οπότε τα μέλη της ομάδας μας γνωρίζονταν μαζί τους καθώς είναι εκείνοι που μετακινούνται από το ένα χωριό στο άλλο και γίνονται μέρος, θα λέγαμε, μιας συνθήκης όπου γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους με τα μικρά τους ονόματα.
Πρωταγωνιστεί η μουσική;
Το πολιτικό στοιχείο έχει να κάνει περισσότερο με το πώς έχει χρησιμοποιηθεί η μουσική των πανηγυριών ιστορικά ανά τις δεκαετίες μέχρι σήμερα. Πώς το ίδιο τραγούδι μπορεί να διαβάζεται διαφορετικά, για παράδειγμα πώς το χρησιμοποίησε η χούντα και πώς χρησιμοποιήθηκε από την Αριστερά. Ολο αυτό που αποτελεί το υλικό μιας ερευνητικής προσέγγισης στοχεύουμε να διοχετευθεί και να κατασταλάξει στο «Dryland» χωρίς να παραγάγει αφηγήσεις με λέξεις, αλλά ως εμπειρία. Τα ηχητικά τμήματα του έργου ενεργοποιούν διάφορα στοιχεία στον χώρο. Δεν υπάρχει τίποτα στατικό, γι’ αυτό και το σώμα του θεατή όταν θα μπαίνει στο περίπτερο θα ακολουθεί μια αφήγηση. Επίσης τα φώτα, που στα πανηγύρια έχουν ιδιαίτερη παρουσία, είτε είναι τα φώτα της πλατείας, αυτά που φωτίζουν τη σκηνή, είτε τα φώτα που σβήνουν όταν τελειώνει η γιορτή και γίνεται αυτή η παύση και ακούγεται μόνο ο ήχος της φύσης, θα ενεργοποιήσουν και αυτά με έναν τρόπο το «Dryland». Το πιο σημαντικό είναι αυτή η ιδέα της εμβύθισης. Οτι μπαίνεις μέσα στον χώρο και πρέπει να σε αρπάξει ο ρυθμός του πανηγυριού. Που δεν είναι απαραίτητα εορταστικός. Υπάρχει μια μελαγχολία μέσα σε όλο αυτό. Τα πανηγύρια στο χωριό φέρουν και αυτό το κομμάτι της μελαγχολίας. Ναι, είναι μια γιορτή, μια γιορτή που ξέρεις ότι θα τελειώσει, όπου επίσης έχεις ένα κομμάτι επίδειξης που καταλήγει όμως σε κάποιες απογοητεύσεις, ματαιώσεις.
Εχεις προσωπικά βιώματα από πανηγύρια;
Τώρα μπαίνω και εγώ σε αυτόν τον κόσμο και νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η διαδικασία εισαγωγής και μύησης. Ερευνητικά ωστόσο είναι ένας άλλος ομόκεντρος κύκλος που ανοίγει συνεχίζοντας τις προηγούμενες δουλειές μου γύρω από την κίνηση του σώματος που απελευθερώνεται, τη σωματική κίνηση με το πολιτικό κίνημα. Σχέση που ξεκινάει με την έκθεση «Dancing Plague» που έκανα το 2021 στο Μουσείο GAMeC στο Μπέργκαμο στην Ιταλία. Η εκθεσιακή αφήγηση είχε εκκίνηση το ιστορικό επεισόδιο του Dancing Plague, όταν από τον 14ο αιώνα ξεκίνησε σε χωριά στην Κεντρική Ευρώπη και εξαπλώθηκε το φαινόμενο της «χορευτικής πανώλης», με ανθρώπους να χορεύουν διαρκώς μέχρι θανάτου. Το σκεπτικό της έκθεσης τόνιζε τη συγκέντρωση της κοινότητας, του χορού μέχρι τελικής πτώσης, είτε ως μαζική υστερία, είτε ως μέθη από παραισθησιογόνα, σε αντιστοιχία με την ενόρμηση θανάτου που υπάρχει στη σύγχρονη rave κουλτούρα χορού, και τη συνέδεε με την πρόσφατη πανδημία.
Η συνέχεια βρίσκεται στην έκθεση κλεισίματος της Ελευσίνας – Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, την οποία δουλεύω παράλληλα. Μια μεγάλη έκθεση στο Ελαιουργείο, με τίτλο «Α rave down below». Με εκκίνηση από τα Ελευσίνια Μυστήρια, την κατάβαση – έρευνα – ανάβαση, όπου δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, αλλά ο χορός γίνεται μέρος αυτής της διαδικασίας διαχείρισης της έννοιας του θανάτου. Με νέες παραγωγές και αρχειακό υλικό δημιουργείται μια έκθεση που παραπέμπει στο αρχαίο τελετουργικό για να συνδεθεί με τα πάρτι των 90s στη βιομηχανική περιοχή της Ελευσίνας. Θα λέγαμε ότι είναι τα σύγχρονα μυστήρια που ξεκινάνε με ένα μεγάλο rave στην Ελευσίνα.